Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους που έψαχναν απεγνωσμένα την
ελευθερία της ψυχής τους.Πέρασαν βουνά, θάλασσες και ποτάμια, μοναχικοί καβαλάρηδες πάντα, εραστές
μιας χίμαιρας που την είχαν βαφτίσει ελευθερία.
Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά για την παγίδα τους.Μοιάζει να ψάχνουν κάπου να αιχμαλωτιστούν.
Κάπου να χαρίσουν, κάπου να πετάξουν την ελευθερία που ήδη κουβαλάνε μέσα τους,
χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν.Μερικοί μπαίνουν σε ναρκοπέδια και χάνονται. Άλλοι βρίσκουν τη μεγάλη παγίδα και παγιδεύονται.Ολότελα. Για πάντα.
Μόνο που δεν παραδέχονται ποτέ πως εκεί που έφτασαν είναι παγίδα.
Της δίνουν απλώς μια άλλη ονομασία.
Χρέος, ας πούμε.Θυσία.Αποστολή. Έτσι, για να μπορούνε, άμα λάχει, να φοράνε το καπελάκι τους στραβά. (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Η Αλκυόνη Παπαδάκη γεννήθηκε στο Νιο Χωριό, πολύ κοντά στα Χανιά. Όνειρό της ήταν να αλλάξει τον κόσμο. Στην προσπάθειά της αυτή έφαγε τα μούτρα της και προσπάθησε στη συνέχεια, μάταια, να αλλάξει τον εαυτό της. Μέσα από αυτή τη διαδρομή, κατέληξε πως επανάσταση είναι να έχεις τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά, να επιμένεις και να αγαπάς τη ζωή.Αυτή ήταν η δική της ουτοπία.
Και η πρωταγωνίστρια Χρύσα γνώρισε μια σκληρή ζωή. Το μόνο που ήθελε, ήταν η σωτηρία της ψυχής της. Στερήθηκε πολλά όπως και η μάνα της και ο πατέρας της και η Δόμνα.Η κυρία Χάρις, η Ρεγγίνα, το Μπεμπάκι, ο Νάσος, ο Παύλος, η Φλώρα... όλοι με ρημαγμένες ζωές και ψάχνοντας την ηρεμία, την αγάπη, τη ζωή. Δεν φωτογραφίζουν τη ζωή , την ζωγραφίζουν με σκούρα χρώματα γιατί βρίζουν, πεινούν, μοιχεύουν, πίνουν, εξαπατούν. Προσπαθούν να αλλάξουν τακτική και ζωή. Στέκονται στην ανοιχτή πόρτα κι έξω στο κεφαλόσκαλο αλλά δεν έχουν ανοιχτή αγκαλιά. Τους φταίνε πολλά και πολλοί. Βλέπουν τα άγρια σκυλιά που κάθονται στα πόδια της ουτοπίας και αγριεύουν όλοι τους. Μόνο η Δόμνα φτιάχνει το καπέλο της ευτυχίας και του γάμου...
Με το να μένεις αποστειρωμένος στη γυάλα σου δεν ωφελεί, καθώς ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει το αύριο. « Θέλω να ζήσω άλλη μια φορά τη διαδρομή. Θέλω να χαρώ την ουτοπία, ώσπου να πεινάσουν τα σκυλιά της. Φεύγω. Πάω να συστηθώ με τη ζωή. Πάω να σταθώ απέναντί της».
σελ. 123 Ώρες, ώρες αισθάνομαι ότι κάτι έχω κερδίσει στην κούρσα της ζωής. ΔΕΝ λέω ότι αγάπησα το συνάνθρωπο . Είμαι όμως βέβαιη ότι τον ένιωσα.Ότι τον άκουσα.Ότι ήμουν πάντοτε εκεί. Απίκο, όποτε με φώναξε. Τον άφησα να μου πλασάρει το ψέμα του για να μπορέσει να σηκώσει την ψυχή του.. Μοιράστηκα την τρέλα του. Ήπια από το ποτήρι του. Πέρασα υπονόμους, βούτηξα χαντάκια με θολά νερά, όμως δεν ξέχασα ποτέ τη μυρωδιά του γιασεμιού. Τη διαδρομή του ήλιου.Πάντα στην άκρη της απόγνωσης, εκεί που τέλειωνε η αντοχή μου, έβλεπα ένα λευκό περιστέρι να ρχεται δειλά προς τη μεριά μου. Κι άπλωνα τα χέρια να το υποδεχθώ.. Δεν έβγαλα σουγιά.. Δεν δίκασα. Δεν ζήτησα ρέστα κάθε φορά πού πλήρωνα το λογαριασμό....Κάποιο απομεσήμερο του Αυγούστου , όπως περπατούσα σ ένα λόφο γεμάτο ξερόχορτα, συνάντησα ένα γαλάζιο αγκάθι. Απίστευτο γαλάζιο! σαν ένα κομματάκι ουρανού. Και μόνο γιατί συνάντησα ένα γαλάζιο αγκάθι, άξιζε που γεννήθηκα στη γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου