Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Γ.ΡΙΤΣΟΣ, Ρωμιοσύνη

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή, σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ, Πεερ Γκυντ



 ο  Σκανδιναβός Δον Κιχώτης

Ο Πέερ Γκυντ ανήκει στα πρώτα έργα του θεατρικού συγγραφέα με επίκεντρο την κριτική της νορβηγικής ζωής και του εφησυχασμού του νορβηγικού χαρακτήρα. Ο ίδιος, μεγαλώνοντας την εποχή της έκρηξης του καπιταλισμού και της αυστηρής προτεσταντικής ηθικής, που τον συνόδευε, αποκηρύσσει νωρίς από τη ζωή του τη σεμνοτυφία, την εργασία ως αυτοσκοπό, την ιεροποίηση του χρήματος και την ταύτιση της ευτυχίας με την επιτυχία.
Το δράμα αρχίζει τους πρώτους χρόνους του 19ου αιώνα και τελειώνει προς τα 1860. Η Α'! Β'! Γ! και E! πράξη παίζεται στα νορβηγικά βουνά, η Δ! πράξη σε μια ακρογιαλιά του Μαρόκου, στην έρημο Σαχάρα και στο φρενοκομείο του Καΐρου.

Η αγωνία ενός ανθρώπου να πετύχει και να αποδείξει ότι είναι ο εαυτός του. Αυτός ο φαινομενικά μισότρελος, δεν είναι παρά ένας πολύ γνωστικός άνθρωπος που παραδίνεται θέλοντας και μη στις δίνες των αντίθετων αναγκών και αγωνίζεται να τις ισορροπήσει μέσα του. Παλεύει με τα όνειρά του, με τα αισθήματά του, με τους πειρασμούς, με το ψεύδος, με την αγάπη, με όλα τα στοιχεία της ανήσυχης φύσης του. Αυτός ο φαινομενικά μισότρελος, δεν είναι παρά ένας πολύ γνωστικός άνθρωπος που παραδίνεται θέλοντας και μη στις δίνες των αντίθετων αναγκών και αγωνίζεται να τις ισορροπήσει μέσα του.




ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ, Ποίημα στους φίλους

Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις 

για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,

ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου ˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματά σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.

Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.

Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.

Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.

Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.

Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Οι τελειόφοιτοι λογοτέχνες του Γα2

συμπλήρωσαν ένα δικό τους γιατί στον Κρητικό του ΣΟΛΩΜΟΥ
την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη

γιατί : την έχασα νωρίς και την αγαπούσα πολύ  ΧΡΗΣΤΟΣ
           βρισκόταν κοντά αλλά συγχρόνως και μακρυά μου     ΕΥΤΥΧΙΑ
           είχε πνιγεί στην ανοιχτή θάλασσα    ΜΑΡΙΑ
           την άφησα μονάχη κι άργησα να επιστρέψω   ΜΑΡΙΑ
           μ΄αγκάλιασε σφιχτά    ΙΩΑΝΝΑ
           με άφησε ξανά κι αυτή τη φορά οριστικά    ΓΕΩΡΓΙΑ
           ο θάνατος με πρόλαβε              ΧΡΥΣΑΥΓΗ
           μάγισσες κακές την πήραν μακρυά    ΔΗΜΗΤΡΑ
           ναυάγησε από την κατάθλιψη     ΓΙΩΤΑ 
           μέσα στα γαλάζια τα νερά, την βρήκαν οι αγγέλοι   ΑΝΝΑ                                    

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

και η ιστορία τελειώνει Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αγάπη και η Φροντίδα στη θάλασσα και απολάμβαναν ένα βραδινό, καλοκαιρινό μπανάκι ώσπου η Αγάπη χάνει το κολιέ της και προσπαθεί να το βρει. Ήταν όμως μάταιο επειδή δεν μπορούσαν να δουν τίποτε στο σκοτάδι και αποφάσισαν να φύγουν. Την άλλη μέρα η Αγάπη ήταν πολύ στεναχωρημλενη αλλά είδε στο σχολείο τη θλίψη η οποία είχε βρει το κολιέ της Αγάπης. Τότε η Φροντίδα είπε: ''Μα τι σύμπτωση!Αχ, αυτός ο κόσμος ,ο μικρός ο μέγας''

Βλασακίδου Ειρήνη     Γα1
Όλοι μας έχουμε ζήσει καταστάσεις. Έντονες, αδιάφορες,αξιόλογες , όμορφες, άσχημες. Μια απώλεια, ένα καλοκαίρι, μια φωτογραφία.Όλα γίνονται αναμνήσεις και μια γλυκιά νοσταλγία ή μια κακή ανάμνηση αντίστοιχα. Όλοι στη σφαίρα της φαντασίας μας, αναζητούμε το ιδανικό. Θέλουμε να τα έχουμε όλα. Μήπως τα είχαμε όλα και θέλουμε περισσοτερα;Πάντα θα βρίσκονται τραγούδια να μας θυμίζουν πως κάτι λείπει. Ίσως μια φωνή ή πολλές φωνές αντίστοιχα. Ο δικός μας κρυφός παράδεισος. Η ξεχασμένη ακρογιαλιά του καθενός. Και μετά από αυτό κενό. Τι περίεργος που είναι ο κόσμος ! Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας...  
           
 Γιαντσελίδου   Βένια     Γα1   

Αυτή ήταν η τελευταία ημέρα πριν το θάνατό της. Καθόταν μέσα στη θάλασσα νιώθοντας τα κύματα να χτυπάνε το κορμί της καθώς αυτή ξάπλωνε στην επιφάνειά της και έβλεπε τα αστέρια. Ένιωθε ήρεμη για πρώτη φορά μετά από μέρες καθώς το χαλαρό αεράκι διαπερνούσε το στήθος της. Είχε πανσέληνο , όλα ήταν πιο φωτεινά απ΄ότι συνήθως. Τη στιγμή που παρατηρούσε το φεγγάρι, την έπιασε μια μελαγχολία, ίσως να έφταιγε το τοπίο, ίσως η μοναξιά της. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Ήταν μια σπάνια καλοκαιρινή βροχή, όπως ήταν και η ίδια. Το φεγγάρι κρύφτηκε και όλα σκοτείνιασαν απότομα. Όλες οι σκιές εξαφανίστηκαν και αυτή...άρχισε να χορεύει στη μουσική της φύσης αφουγκραζόμενη το ρυθμό του ανέμου και των κυμάτων της θάλασσας, έχοντας τη βροχή να την χειροκροτάει, έχοντας τη θάλασσα για Κρητικό της και ψιθυρίζοντας ΄΄αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας΄΄.          Λέοντος    Γεωργία    Γα1

Μανούλα μου γλυκιά, μάνα Κρήτη. Απόψε τα μαύρα σκοτεινά στενά σου είναι πιο κρύα από ποτέ και εγώ μονάχος περπατώ. Όλοι με κοιτάζουν, όλοι με αποφεύγουν. Μήπως φταίνε τα βρώμικα ρούχα μου, τα σκισμένα παπούτσια μου; Πόνεσαν τα πόδια μου απόψε που σε περπάτησα πολύ. Πήρα την κούτα μου και την έριξα πάνω σου. Ξάπλωσα λιγάκι να κοιμηθώ, μα κανείς δεν με προειδοποίησε γι αυτό. Αυτός ο άντρας λέει πως τον έκλεψα μανούλα. Όχι μην το κάνεις αυτό, πονάω. Γιατί; Με αφήνει στο κρύο. Χάνω το φως μου , μανούλα. Δεν ήταν Κρητικός, μανούλα. Δεν θα το έκανε γιος σου αυτό. Το κορμί μου στο αίμα κολυμπάει κι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας πια δεν με χωράει. Κι εσύ από ψηλά που με κοιτούσες ,είναι ώρα να ανταμώσουμε. Στη ζεστή σου αγκαλιά να με σφίξεις και γλυκά να κοιμηθώ...να μη νιώθω ότι σε χάνω.                                           Κουντουράκη Αλεξία   Γα1



Κατά τη δύση του ήλιου,την ώρα που όλα τριγύρω ήταν ήρεμα και γαλήνια ο Κρητικός καθόταν αμέριμνος και συλλογιζόταν. Μια νοσταλγία ένιωσε ξαφνικά από τα παλιά. Τότε, που ο μόνος τρόπος να ξεφύγει από τα δεσμά της σκληρής πραγματικότητας ήταν η φυγή. Ένα αίσθημα λύτρωσης και ανακούφισης τον διακατείχε σε κάθε του απόδραση. Απελευθερωνόταν. Σαν ένα είδος διάσωσης, καλύτερα. Μα τώρα όλα αυτά μόνο στη φαντασία του μπορούν να ζωντανέψουν. Κάθε κλάσμα δευτερολέπτου της αναπαραγωγής αυτών των στιγμών στο μυαλό του περνούσαν τόσο γρήγορα και σπασμωδικά σαν μια ταινία μικρού μήκους. Αφήνοντάς του μια γλυκόπικρη γεύση. Τα λόγια του ήταν μετρημένα και οι κουβέντες του μελαγχολικές. Μέσα στον μικρόκοσμο του εαυτού του προσπαθούσε να βρει αντανάκλαση του έξω κόσμου. Μα τίποτα δεν τον ενθάρρυνε πια. Όλα κατέληγαν σε ένα απόλυτο χάος. Και εκεί που αναμετρούσε τις στιγμές , πάνω στον ειρμό των σκέψεών του, αναφώνησε: ''Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας.''                  Βασιλείου Βάσω Γα1