Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

αποχαιρετισμός - ξεπροβόδισμα

ΟΜΗΡΟΣ , Ο Ελπήνορας πριν και μετά τον θάνατό του


 


[Οδύσ­σεια, κ 552-560]

Ι. Ο θάνατος

Ήταν κά­ποιος Ελ­πή­νο­ρας απ’ όλους ο πιο νέ­ος,
μή­τε γεν­ναί­ος στον πό­λε­μο μή­τε και μυα­λω­μέ­νος,
αυ­τός, βα­ρύς απ’ το κρα­σί, στο ιε­ρό της Κίρ­κης δώ­μα
δρο­σιά ζη­τώ­ντας ξά­πλω­σε χώ­ρια από τους συ­ντρό­φους·
κι ακού­γο­ντας τον θό­ρυ­βο των άλ­λων που κι­νού­σαν
τι­νά­χτη­κε απ’ τον ύπνο του και, πα­ρα­ζα­λι­σμέ­νος,
αντί να κα­τε­βεί σω­στά απ’ την ψη­λή τη σκά­λα,
γκρε­μί­στη­κε απ’ τη σκε­πή και, τα οστά του αυ­χέ­να
τσα­κί­ζο­ντας, κα­τέ­βη­κε στον Άδη η ψυ­χή του.

ΙΙ. Νέκυια

Πρώ­τη η ψυ­χή του Ελ­πή­νο­ρα τό­τε ήρ­θε, του εταί­ρου·
που ήταν ακό­μα άτα­φος, έξω απ’ της γης τα σπλά­χνα,
έτσι το σώ­μα αφή­σα­με στης Κίρ­κης το πα­λά­τι
άκλαυ­το κι άτα­φο για­τί μας πί­ε­ζε άλ­λη ανά­γκη.
Δά­κρυα με πλημ­μύ­ρι­σαν μό­λις τον εί­δα εμπρός μου·
τον φώ­να­ξα, του μί­λη­σα με λό­για που πε­τού­σαν:
«Πώς έφτα­σες, Ελ­πή­νο­ρα, στο ζο­φε­ρό σκο­τά­δι;
Πε­ζός εσύ ξε­πέ­ρα­σες το μαύ­ρο μου κα­ρά­βι».
Έτσι εί­πα και στε­νά­ζο­ντας μου απά­ντη­σε εκεί­νος:
«Γιε του Λα­έρ­τη πο­λυ­μή­χα­νε, διο­γέν­νη­τε Οδυσ­σέα,
με τύ­φλω­σε μοί­ρα κα­κή και το κρα­σί που ήπια·
κοι­μό­μουν και δεν πρό­σε­ξα, στης Κίρ­κης το πα­λά­τι,
να κα­τε­βώ προ­σε­κτι­κά απ’ την ψη­λή τη σκά­λα,
γκρε­μί­στη­κα απ’ τη σκε­πή και, τα οστά του αυ­χέ­να
τσα­κί­ζο­ντας, κα­τέ­βη­κε στον Άδη εδώ η ψυ­χή μου.
Μα σε ξορ­κί­ζω, στ’ όνο­μα εκεί­νων που σου λεί­πουν,
της Πη­νε­λό­πης, του πα­τέ­ρα σου που σ’ έχει ανα­στή­σει,
και του Τη­λέ­μα­χου που άφη­σες στο ανά­κτο­ρο μο­νά­χο·
ξέ­ρω σαν φύ­γεις από δω, από τον οί­κο του Άδη,
το πλοίο το κα­λό­χτι­στο στην Αία θα οδη­γή­σεις·
τό­τε, άρ­χο­ντά μου, σου ζη­τώ, εκεί μη με ξε­χά­σεις.
Φεύ­γο­ντας, άκλαυ­το, άτα­φο μη με αφή­σεις πί­σω,
έτσι μη μ’ απο­χω­ρι­στείς και τους θε­ούς θυ­μώ­σεις,
αλ­λά το σώ­μα μου, μα­ζί με τα όπλα που εί­χα, κά­ψε
και μνή­μα φτιά­ξε μου εκεί που η θά­λασ­σα αφρί­ζει,
να μνη­μο­νεύ­ουν οι μελ­λού­με­νοι έναν δυ­στυ­χι­σμέ­νο·
κι ύστε­ρα στή­σε το κου­πί στον τύμ­βο μου επά­νω,
αυ­τό που εί­χα ζω­ντα­νός μα­ζί με τους συ­ντρό­φους».
Έτσι μου μί­λη­σε κι εγώ απά­ντη­σα και εί­πα:
«Δυ­στυ­χι­σμέ­νε, ό,τι θες κι ό,τι ζη­τάς θα κά­νω».
Έτσι οι δυο μας λέ­γα­με εκεί φρι­κτές κου­βέ­ντες,
από τη μια με το σπα­θί εγώ πά­νω απ’ το αί­μα
κι από την άλ­λη το εί­δω­λο του εταί­ρου που μι­λού­σε.

[ Οδύσ­σεια, λ 51-83 ]

ΙΙΙ. Η πυρά

Και μό­λις φά­νη­κε η Αυ­γή ψη­λά να κοκ­κι­νί­ζει,
στης Κίρ­κης το ανά­κτο­ρο έστει­λα τους συ­ντρό­φους
του σκο­τω­μέ­νου Ελ­πή­νο­ρα να φέ­ρου­νε το σώ­μα.
Αμέ­σως ξύ­λα κό­ψα­με και στης ακτής την άκρη

τον θά­ψα­με με δά­κρυα, κλαί­γο­ντας και θρη­νώ­ντας.

Κι όταν τα όπλα του νε­κρού κι ο ίδιος γί­ναν στά­χτη,
τύμ­βο υψώ­σα­με ψη­λό και στή­σα­με μια στή­λη
και στην κορ­φή του μπή­ξα­με το άψο­γο κου­πί του.
Έτσι όλα τα κά­να­με.

                                                                                  Κ. Καρυωτάκης,  Ξεπροβόδισμα

—Αγάπη μου, ήσουνα παιδί· παιδί μου, είσαι άντρας τώρα·

 σύρε, ακριβέ μου, στο καλό, μη σε προφτάσει η μπόρα.

—Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει·

 μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει.

5 —Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος;

σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.

—Μάνα, ο χειμώνας ρυάζεται κι η νύχτα αγκομαχάει·

με δένει, μάνα, μια ντροπή, κι ένας καημός με πάει.

—Βλέπε, παιδί μου, πάντα ομπρός. Το χτες μη σε πικραίνει.

 10 Τώρα η ζωή σαν άλογο στην πόρτα σε προσμένει.

—Μάνα, οι ανέμοι ρίξανε του δρόμου το πλατάνι·

με τρώει, μανούλα, η θύμηση, κι ο πόνος με δαγκάνει.

—Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος;

 σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.

15 —Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει·

μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει. 


ΥΓ. τα κάναμε όλα σωστά; ο ουρανός γέμισε χαρταετούς;  νύχτωσε;

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου