Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, Στα σοκάκια της ψυχής και ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Επιτέλους

 

Κάθε διαδρομή, έχει τα δικά της αξιοθέατα. Όσο δύσκολη και να είναι, υπάρχει πάντα ένα στέκι, μια καντίνα, ας πούμε, όπου σε περιμένει για ένα κέρασμα, η ζωή.

Κι ύστερα, να ξέρεις, πως, για κάθε συμφορά που μας βρίσκει, ο Θεός έχει φυλάξει μέσα μας, την ανάλογη δύναμη. Φτάνει να την αναζητήσουμε. Τίποτα δεν είναι αφημένο στην τύχη. Κι ας φαίνεται έτσι, εκ πρώτης όψεως.

Το σύμπαν έχει ισορροπία. Λειτουργεί σαν ζυγαριά χρυσοχόου. Πρόσεξες στη φύση; Δίπλα στο δηλητηριώδες φυτό, φυτρώνει πάντα κάποιο άλλο με το αντίδοτο του δηλητηρίου.

Ψάξε μέσα σου να βρεις το δικό σου αντίδοτο. Το μυστικό κουτί που είναι κρυμμένη η δύναμή σου. Κι αν έχασες στον πανικό σου το κλειδάκι, σπάσ' το. Παραβίασέ το και προχώρα..

 

Γ. ΡΙΤΣΟΣ, Επιτέλους

Πριν από εσένα ήσουν εσύ;

 Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας. 

Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα

 τονίζοντας τα ζυγωματικά,

 σβήνοντας το σαγόνι μέσα 

στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;»

. Έτσι πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο.

 Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».

 

 


ΥΓ. Ποτέ μου δεν κατάλαβα ποιο μυστικό σφίγγουν τα κυπαρίσσια ανάμεσα στα κλαδιά τους....

 

 

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

αποχαιρετισμός - ξεπροβόδισμα

ΟΜΗΡΟΣ , Ο Ελπήνορας πριν και μετά τον θάνατό του


 


[Οδύσ­σεια, κ 552-560]

Ι. Ο θάνατος

Ήταν κά­ποιος Ελ­πή­νο­ρας απ’ όλους ο πιο νέ­ος,
μή­τε γεν­ναί­ος στον πό­λε­μο μή­τε και μυα­λω­μέ­νος,
αυ­τός, βα­ρύς απ’ το κρα­σί, στο ιε­ρό της Κίρ­κης δώ­μα
δρο­σιά ζη­τώ­ντας ξά­πλω­σε χώ­ρια από τους συ­ντρό­φους·
κι ακού­γο­ντας τον θό­ρυ­βο των άλ­λων που κι­νού­σαν
τι­νά­χτη­κε απ’ τον ύπνο του και, πα­ρα­ζα­λι­σμέ­νος,
αντί να κα­τε­βεί σω­στά απ’ την ψη­λή τη σκά­λα,
γκρε­μί­στη­κε απ’ τη σκε­πή και, τα οστά του αυ­χέ­να
τσα­κί­ζο­ντας, κα­τέ­βη­κε στον Άδη η ψυ­χή του.

ΙΙ. Νέκυια

Πρώ­τη η ψυ­χή του Ελ­πή­νο­ρα τό­τε ήρ­θε, του εταί­ρου·
που ήταν ακό­μα άτα­φος, έξω απ’ της γης τα σπλά­χνα,
έτσι το σώ­μα αφή­σα­με στης Κίρ­κης το πα­λά­τι
άκλαυ­το κι άτα­φο για­τί μας πί­ε­ζε άλ­λη ανά­γκη.
Δά­κρυα με πλημ­μύ­ρι­σαν μό­λις τον εί­δα εμπρός μου·
τον φώ­να­ξα, του μί­λη­σα με λό­για που πε­τού­σαν:
«Πώς έφτα­σες, Ελ­πή­νο­ρα, στο ζο­φε­ρό σκο­τά­δι;
Πε­ζός εσύ ξε­πέ­ρα­σες το μαύ­ρο μου κα­ρά­βι».
Έτσι εί­πα και στε­νά­ζο­ντας μου απά­ντη­σε εκεί­νος:
«Γιε του Λα­έρ­τη πο­λυ­μή­χα­νε, διο­γέν­νη­τε Οδυσ­σέα,
με τύ­φλω­σε μοί­ρα κα­κή και το κρα­σί που ήπια·
κοι­μό­μουν και δεν πρό­σε­ξα, στης Κίρ­κης το πα­λά­τι,
να κα­τε­βώ προ­σε­κτι­κά απ’ την ψη­λή τη σκά­λα,
γκρε­μί­στη­κα απ’ τη σκε­πή και, τα οστά του αυ­χέ­να
τσα­κί­ζο­ντας, κα­τέ­βη­κε στον Άδη εδώ η ψυ­χή μου.
Μα σε ξορ­κί­ζω, στ’ όνο­μα εκεί­νων που σου λεί­πουν,
της Πη­νε­λό­πης, του πα­τέ­ρα σου που σ’ έχει ανα­στή­σει,
και του Τη­λέ­μα­χου που άφη­σες στο ανά­κτο­ρο μο­νά­χο·
ξέ­ρω σαν φύ­γεις από δω, από τον οί­κο του Άδη,
το πλοίο το κα­λό­χτι­στο στην Αία θα οδη­γή­σεις·
τό­τε, άρ­χο­ντά μου, σου ζη­τώ, εκεί μη με ξε­χά­σεις.
Φεύ­γο­ντας, άκλαυ­το, άτα­φο μη με αφή­σεις πί­σω,
έτσι μη μ’ απο­χω­ρι­στείς και τους θε­ούς θυ­μώ­σεις,
αλ­λά το σώ­μα μου, μα­ζί με τα όπλα που εί­χα, κά­ψε
και μνή­μα φτιά­ξε μου εκεί που η θά­λασ­σα αφρί­ζει,
να μνη­μο­νεύ­ουν οι μελ­λού­με­νοι έναν δυ­στυ­χι­σμέ­νο·
κι ύστε­ρα στή­σε το κου­πί στον τύμ­βο μου επά­νω,
αυ­τό που εί­χα ζω­ντα­νός μα­ζί με τους συ­ντρό­φους».
Έτσι μου μί­λη­σε κι εγώ απά­ντη­σα και εί­πα:
«Δυ­στυ­χι­σμέ­νε, ό,τι θες κι ό,τι ζη­τάς θα κά­νω».
Έτσι οι δυο μας λέ­γα­με εκεί φρι­κτές κου­βέ­ντες,
από τη μια με το σπα­θί εγώ πά­νω απ’ το αί­μα
κι από την άλ­λη το εί­δω­λο του εταί­ρου που μι­λού­σε.

[ Οδύσ­σεια, λ 51-83 ]

ΙΙΙ. Η πυρά

Και μό­λις φά­νη­κε η Αυ­γή ψη­λά να κοκ­κι­νί­ζει,
στης Κίρ­κης το ανά­κτο­ρο έστει­λα τους συ­ντρό­φους
του σκο­τω­μέ­νου Ελ­πή­νο­ρα να φέ­ρου­νε το σώ­μα.
Αμέ­σως ξύ­λα κό­ψα­με και στης ακτής την άκρη

τον θά­ψα­με με δά­κρυα, κλαί­γο­ντας και θρη­νώ­ντας.

Κι όταν τα όπλα του νε­κρού κι ο ίδιος γί­ναν στά­χτη,
τύμ­βο υψώ­σα­με ψη­λό και στή­σα­με μια στή­λη
και στην κορ­φή του μπή­ξα­με το άψο­γο κου­πί του.
Έτσι όλα τα κά­να­με.

                                                                                  Κ. Καρυωτάκης,  Ξεπροβόδισμα

—Αγάπη μου, ήσουνα παιδί· παιδί μου, είσαι άντρας τώρα·

 σύρε, ακριβέ μου, στο καλό, μη σε προφτάσει η μπόρα.

—Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει·

 μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει.

5 —Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος;

σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.

—Μάνα, ο χειμώνας ρυάζεται κι η νύχτα αγκομαχάει·

με δένει, μάνα, μια ντροπή, κι ένας καημός με πάει.

—Βλέπε, παιδί μου, πάντα ομπρός. Το χτες μη σε πικραίνει.

 10 Τώρα η ζωή σαν άλογο στην πόρτα σε προσμένει.

—Μάνα, οι ανέμοι ρίξανε του δρόμου το πλατάνι·

με τρώει, μανούλα, η θύμηση, κι ο πόνος με δαγκάνει.

—Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος;

 σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.

15 —Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει·

μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει. 


ΥΓ. τα κάναμε όλα σωστά; ο ουρανός γέμισε χαρταετούς;  νύχτωσε;