Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

ΑΝΙΕΡΟΣ ΕΡΩΤΑΣ;

= ο ανεκλήρωτος; ο παράνομος; ο αταίριαστος; ο ανυπεράσπιστος; ο ανόσιος; 


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ-ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ με 38 έτη διαφορά, γράφει: Το θάμα της αγάπης μας! Αυτό είναι. Πώς τον είπες τον μεγάλο λόγο, Αγάπη μου! Δεν είναι να πιστέψουμε στο θάμα; Δεν μας αγκαλιάζει, δεν μας ευωδιάζει, δεν μας θαμπώνει ένας αέρας θαυματουργός;Πώς αλλιώτικα θα εξηγήσουμε την έλξη που μας τραβά τον ένα προς τον άλλο; Τη χειμωνιασμένη μου ζωή με την ανθισμένη σου νιότη; Πώς είναι δυνατό να συνταιριάζουν έτσι τα αταίριαστα;Πού πάμε; Σε ποιο σκοπό; Σε ποιο τέλος; Σε κανένα σκοπό, σε κανένα τέλος. Σκοπός και τέλος η αγάπη μας…

 ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ- ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ  ο ποιητής και η φωτογράφος μούσα του με 54 χρόνια διαφορά γράφει: Τον Ελύτη τον γνώρισα νωρίς στη ζωή μου. Για μένα τότε και τώρα αποτελούσε και αποτελεί την πραγμάτωση της θαυμαστής πληρότητας περιεχομένου και έκφρασης –σας το λέω όπως το εξέφραζα τότε, μαθήτρια. Απ’ όσα μας έλεγε, σε όλους, και μας λέει καθημερινά μέσα απ’ το έργο του, ας κλείσουμε με την προτροπή να αναζητήσουμε μες στην πραγματικότητά μας "το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος".

 Ο ΜΙΛΤΟΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ τραγουδά τη Συβαρίτισσα για τη ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ 

https://www.youtube.com/watch?v=8fvHII-Kvdc&t=186s

Σε γνώρισα κάποια βραδιά
παραμονές του Κλήδονα
σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω
ήμουν παιδί στα δεκαεννιά
τα χείλη μου ξεκλείδωνα
να πίνω να φιλώ και να ρωτάω

Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά
πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία
κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά
είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία

....Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα

Ο Μάνος Χατζηδάκις, για τον έρωτα.

“Ο κάθε έρωτας πρέπει να έχει την υποψία ενός μεγάλου.Ο έρωτας για μένα σήμερα δεν είναι αποκλειστικά σεξουαλικός μηχανισμός. Με έλκουν οι νέοι που πρωτίστως νογάνε, αυτοί που θα εκπροσωπήσουν τη γενιά τους αύριο. Η επικινδυνότητα του έρωτα είναι στο δόσιμο, στο χαμό.Επικινδυνότητα δεν είναι να βρεθείς σφαγμένος ένα πρωί, αλλά το να διαλύσεις τα όρια του εγωισμού χωρίς να ξέρεις το σημείο που θα φτάσεις.Ο έρωτας είναι συνυφασμένος με την έννοια ζωή. Δεν εξοφλείται με τίποτα. Ούτε με το γάμο, ούτε με την τεκνοποιία. Αυτά είναι για τους αφελείς.

Ο έρωτας δεν είναι ερωτική πράξη. Είναι η άλλη διάσταση της επικοινωνίας.”

Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε, «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή»  Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

Έρωτας: η τραχιά μαθητεία[...] Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωταςτου ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό νάναι το δυσκολότερο απ’ όσα μας έταξεν η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι’ αυτό κι οι νέοι — που είναι «αρχάριοι» στο κάθε τι— δ ε ν ξ έ ρ ο υ ν ακόμα ν’ αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμμαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, που οι χτύποι της ψηλώνουν ολοένα, πρέπει να μάθουν να αγαπούν. Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου  «εγκλεισμού». Έτσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά, ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δε θα πει ν’ ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Άλλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δύο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνωτων;)· είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν’ αποκτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις ε σ ύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου· είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ’ απέραντα πλάτη. [...]  Στο δρόμο του Έρωτα (όπως και στο δρόμο του Θανάτου, που είναι δύσκολος κι αυτός) δε θα βρεις —άμα τον αντικρύζεις σοβαρά— κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. Και για τα δύο τούτα καθήκοντα, που κρατάμε κρυμμένα μέσα μας και τα παραδίνουμε στους άλλους χωρίς να φωτίσουμε το μυστικό τους, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Όσο όμως πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα του έρωτα και του θανάτου. Οι απαιτήσεις, που τραχύς και δύσκολος ο έρωτας έχει απ’ τη ζωή μας σ’ όλη της την πορεία, είναι πάρα πολύ βαριές, κι εμείς, στα πρώτα μας βήματα, είμαστε πολύ αδύναμοι μπροστά τους. Αν όμως σταθούμε καρτερικοί και δεχτούμε τον έρωτα αυτόν σαν τραχιά μαθητεία — αντίς να χανόμαστε σ’ όλα εκείνα τα εύκολα και κούφια παιχνίδια, που επινόησε ο άνθρωπος για να μην αντικρύζει κατάματα τη βαθύτατη σοβαρότητα της ζωής —ίσως τότε, κείνοι που θάρθουν καιρό έπειτ’ από εμάς, να νιώσουν μια κάποια πρόοδο κι ένα ξαλάφρωμα· και θα ΄ταν σημαντικό τούτο.

ΥΓ. Μήπως έχει δίκιο η ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ;    ΈΡΩΤΑΣ είναι αυτό που δεν είχες! 

ή Μήπως ο ΠΛΑΤΩΝ;  Συμπόσιο 203c -204b 

Σαν γιος λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως βρίσκεται στην εξής κατάσταση: Πρώτον είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος.  Αντιθέτως, είναι τραχύς, ρυπαρός, ξυπόλυτος, άστεγος· πλαγιάζει πάντα χάμω, χωρίς στρώμα, κοιμάται κάτω από τον ανοιχτό ουρανό σε σκαλοπάτια και στις άκρες του δρόμου· μοιράζεται τη φύση της μάνας του και έχει για συγκάτοικο πάντα τη στέρηση. Σύμφωνα πάλι με τη φύση του πατέρα του επιβουλεύεται τα ωραία και τα εκλεκτά, είναι γενναίος, ριψοκίνδυνος, ορμητικός, κυνηγός τρομερός, που σκαρφίζεται συνεχώς τεχνάσματα, συγχρόνως όμως προικισμένος με πόθο για τη γνώση της αλήθειας αλλά και επινοητικότητα, διαρκώς σε όλη του τη ζωή αγαπά τη σοφία, δεινός σαγηνευτής, μάγος, σοφιστής.  Και δεν είναι η φύση του όμοια με αθάνατου ούτε όμως πάλι με θνητού. Άλλοτε μέσα στην ίδια μέρα ανθεί και ζει, όταν βρει τα μέσα, άλλοτε πεθαίνει, μα ξαναζωντανεύει πάλι χάρη στη φύση του πατέρα του. Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά σιγά και χάνεται. Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός σε μέσα ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση. Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός -γιατί είναι. Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει.»

«Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι;»

«Αυτό πια», είπε, «είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ᾽ ανά­γκην φιλόσοφος,


Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, Στα σοκάκια της ψυχής και ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Επιτέλους

 

Κάθε διαδρομή, έχει τα δικά της αξιοθέατα. Όσο δύσκολη και να είναι, υπάρχει πάντα ένα στέκι, μια καντίνα, ας πούμε, όπου σε περιμένει για ένα κέρασμα, η ζωή.

Κι ύστερα, να ξέρεις, πως, για κάθε συμφορά που μας βρίσκει, ο Θεός έχει φυλάξει μέσα μας, την ανάλογη δύναμη. Φτάνει να την αναζητήσουμε. Τίποτα δεν είναι αφημένο στην τύχη. Κι ας φαίνεται έτσι, εκ πρώτης όψεως.

Το σύμπαν έχει ισορροπία. Λειτουργεί σαν ζυγαριά χρυσοχόου. Πρόσεξες στη φύση; Δίπλα στο δηλητηριώδες φυτό, φυτρώνει πάντα κάποιο άλλο με το αντίδοτο του δηλητηρίου.

Ψάξε μέσα σου να βρεις το δικό σου αντίδοτο. Το μυστικό κουτί που είναι κρυμμένη η δύναμή σου. Κι αν έχασες στον πανικό σου το κλειδάκι, σπάσ' το. Παραβίασέ το και προχώρα..

 

Γ. ΡΙΤΣΟΣ, Επιτέλους

Πριν από εσένα ήσουν εσύ;

 Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας. 

Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα

 τονίζοντας τα ζυγωματικά,

 σβήνοντας το σαγόνι μέσα 

στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;»

. Έτσι πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο.

 Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».

 

 


ΥΓ. Ποτέ μου δεν κατάλαβα ποιο μυστικό σφίγγουν τα κυπαρίσσια ανάμεσα στα κλαδιά τους....

 

 

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

αποχαιρετισμός - ξεπροβόδισμα

ΟΜΗΡΟΣ , Ο Ελπήνορας πριν και μετά τον θάνατό του


 


[Οδύσ­σεια, κ 552-560]

Ι. Ο θάνατος

Ήταν κά­ποιος Ελ­πή­νο­ρας απ’ όλους ο πιο νέ­ος,
μή­τε γεν­ναί­ος στον πό­λε­μο μή­τε και μυα­λω­μέ­νος,
αυ­τός, βα­ρύς απ’ το κρα­σί, στο ιε­ρό της Κίρ­κης δώ­μα
δρο­σιά ζη­τώ­ντας ξά­πλω­σε χώ­ρια από τους συ­ντρό­φους·
κι ακού­γο­ντας τον θό­ρυ­βο των άλ­λων που κι­νού­σαν
τι­νά­χτη­κε απ’ τον ύπνο του και, πα­ρα­ζα­λι­σμέ­νος,
αντί να κα­τε­βεί σω­στά απ’ την ψη­λή τη σκά­λα,
γκρε­μί­στη­κε απ’ τη σκε­πή και, τα οστά του αυ­χέ­να
τσα­κί­ζο­ντας, κα­τέ­βη­κε στον Άδη η ψυ­χή του.

ΙΙ. Νέκυια

Πρώ­τη η ψυ­χή του Ελ­πή­νο­ρα τό­τε ήρ­θε, του εταί­ρου·
που ήταν ακό­μα άτα­φος, έξω απ’ της γης τα σπλά­χνα,
έτσι το σώ­μα αφή­σα­με στης Κίρ­κης το πα­λά­τι
άκλαυ­το κι άτα­φο για­τί μας πί­ε­ζε άλ­λη ανά­γκη.
Δά­κρυα με πλημ­μύ­ρι­σαν μό­λις τον εί­δα εμπρός μου·
τον φώ­να­ξα, του μί­λη­σα με λό­για που πε­τού­σαν:
«Πώς έφτα­σες, Ελ­πή­νο­ρα, στο ζο­φε­ρό σκο­τά­δι;
Πε­ζός εσύ ξε­πέ­ρα­σες το μαύ­ρο μου κα­ρά­βι».
Έτσι εί­πα και στε­νά­ζο­ντας μου απά­ντη­σε εκεί­νος:
«Γιε του Λα­έρ­τη πο­λυ­μή­χα­νε, διο­γέν­νη­τε Οδυσ­σέα,
με τύ­φλω­σε μοί­ρα κα­κή και το κρα­σί που ήπια·
κοι­μό­μουν και δεν πρό­σε­ξα, στης Κίρ­κης το πα­λά­τι,
να κα­τε­βώ προ­σε­κτι­κά απ’ την ψη­λή τη σκά­λα,
γκρε­μί­στη­κα απ’ τη σκε­πή και, τα οστά του αυ­χέ­να
τσα­κί­ζο­ντας, κα­τέ­βη­κε στον Άδη εδώ η ψυ­χή μου.
Μα σε ξορ­κί­ζω, στ’ όνο­μα εκεί­νων που σου λεί­πουν,
της Πη­νε­λό­πης, του πα­τέ­ρα σου που σ’ έχει ανα­στή­σει,
και του Τη­λέ­μα­χου που άφη­σες στο ανά­κτο­ρο μο­νά­χο·
ξέ­ρω σαν φύ­γεις από δω, από τον οί­κο του Άδη,
το πλοίο το κα­λό­χτι­στο στην Αία θα οδη­γή­σεις·
τό­τε, άρ­χο­ντά μου, σου ζη­τώ, εκεί μη με ξε­χά­σεις.
Φεύ­γο­ντας, άκλαυ­το, άτα­φο μη με αφή­σεις πί­σω,
έτσι μη μ’ απο­χω­ρι­στείς και τους θε­ούς θυ­μώ­σεις,
αλ­λά το σώ­μα μου, μα­ζί με τα όπλα που εί­χα, κά­ψε
και μνή­μα φτιά­ξε μου εκεί που η θά­λασ­σα αφρί­ζει,
να μνη­μο­νεύ­ουν οι μελ­λού­με­νοι έναν δυ­στυ­χι­σμέ­νο·
κι ύστε­ρα στή­σε το κου­πί στον τύμ­βο μου επά­νω,
αυ­τό που εί­χα ζω­ντα­νός μα­ζί με τους συ­ντρό­φους».
Έτσι μου μί­λη­σε κι εγώ απά­ντη­σα και εί­πα:
«Δυ­στυ­χι­σμέ­νε, ό,τι θες κι ό,τι ζη­τάς θα κά­νω».
Έτσι οι δυο μας λέ­γα­με εκεί φρι­κτές κου­βέ­ντες,
από τη μια με το σπα­θί εγώ πά­νω απ’ το αί­μα
κι από την άλ­λη το εί­δω­λο του εταί­ρου που μι­λού­σε.

[ Οδύσ­σεια, λ 51-83 ]

ΙΙΙ. Η πυρά

Και μό­λις φά­νη­κε η Αυ­γή ψη­λά να κοκ­κι­νί­ζει,
στης Κίρ­κης το ανά­κτο­ρο έστει­λα τους συ­ντρό­φους
του σκο­τω­μέ­νου Ελ­πή­νο­ρα να φέ­ρου­νε το σώ­μα.
Αμέ­σως ξύ­λα κό­ψα­με και στης ακτής την άκρη

τον θά­ψα­με με δά­κρυα, κλαί­γο­ντας και θρη­νώ­ντας.

Κι όταν τα όπλα του νε­κρού κι ο ίδιος γί­ναν στά­χτη,
τύμ­βο υψώ­σα­με ψη­λό και στή­σα­με μια στή­λη
και στην κορ­φή του μπή­ξα­με το άψο­γο κου­πί του.
Έτσι όλα τα κά­να­με.

                                                                                  Κ. Καρυωτάκης,  Ξεπροβόδισμα

—Αγάπη μου, ήσουνα παιδί· παιδί μου, είσαι άντρας τώρα·

 σύρε, ακριβέ μου, στο καλό, μη σε προφτάσει η μπόρα.

—Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει·

 μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει.

5 —Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος;

σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.

—Μάνα, ο χειμώνας ρυάζεται κι η νύχτα αγκομαχάει·

με δένει, μάνα, μια ντροπή, κι ένας καημός με πάει.

—Βλέπε, παιδί μου, πάντα ομπρός. Το χτες μη σε πικραίνει.

 10 Τώρα η ζωή σαν άλογο στην πόρτα σε προσμένει.

—Μάνα, οι ανέμοι ρίξανε του δρόμου το πλατάνι·

με τρώει, μανούλα, η θύμηση, κι ο πόνος με δαγκάνει.

—Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος;

 σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.

15 —Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει·

μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει. 


ΥΓ. τα κάναμε όλα σωστά; ο ουρανός γέμισε χαρταετούς;  νύχτωσε;

 

 

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος

 ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ, ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΗΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ (ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ).(=Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν προς τον Θεό και Θεός ήταν ο Λόγος).


Ο βυζαντινός υπομνηματιστής του Αριστοτέλη Μητροπολίτης Ευστράτιος Νικαίας στο σχόλιο του περί της διττής διαιρέσεως του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής σε Διανοητικό (Επιστημονικό) και Πρακτικό (Βουλευτικό) μέρος αναφέρει ότι για όσους έχουν στοιχειώδη νου, είναι αντιληπτό ότι από τα πράγματα άλλα είναι όντα και άλλα είναι γινόμενα. Από τα γινόμενα κάποια είναι αναγκαία δηλαδή οι αρχές τους, δεν δύνανται να υπάρχουν με τρόπο διαφορετικό και κάποια ενδεχομένως γινόμενα δηλαδή σε κάποια ενέχει η πιθανότητα να μην είναι αληθή. Το ίδιο οι πράξεις και οι ενέργειες των ανθρώπων. Οι αρχές των αναγκαίων είναι τα αξιώματα και οι ορισμοί ενώ οι αρχές της γνώσης των ενδεχομένων είναι οι δοξασίες (=κοινά αποδεκτές γνώμες), οι οποίες είναι πρόχειρες και άμεσες σε όλους. 

Η απαρχή του όντος και η έκθεσή του στον Λόγο αρχίζει από τις πρώτες μέρες του στον κόσμο και υπό του εν αρχή ην ο Λόγος άρχίζει και άρχεται ο άθλος του γίγνεσθαι από τον Λόγο. Από την στιγμή της γένεσης έως την στιγμή του θανάτου το γίγνεσθαι υπόκειται συνεχώς σε μια διαρκή μεταβολή έως ότου μεταβληθεί σε είναι. Μια διαρκής μεταβολή για να επιτύχει να γίνει μια ΕΝιαία αυτοπραγμάτωση τηρώντας τον Λόγο προς το θείο.

Ο Λόγος που έκανε το όν ως ενόν, ον ως πνεύμα ήταν ο Λόγος που μετάλαβε Θεό και ο Θεός που μετάλαβε Λόγο, όχι με στόχο την πίστη αλλά με σκοπό την γνώση καθ΄ εαυτήν. Συνελόντι ειπείν: ο Λόγος ως ο ΩΝ και ο ΩΝ ως Λόγος είναι σύνθρονοι στο ΟΝ. Ο νούς νοήσεως είναι ο κατασκευαστής του μαρμάρινου θρόνου και της ύπαρξης του Ωντος και η παρουσία του σε υπερβατικό επίπεδο καθιστά το ιδιοφυές δίλημμα του Ευθύφρονα ευσεβές και σαφές εκατέρωθεν.


                                                                                                                     Παύλος Κεφάλας

                                                                                                                 Δευτεροετής φοιτητής

                                                                                                             του τμήματος Φιλοσοφίας

                                                                                                                Πανεπιστημίου Πατρών