Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

…Ζ Ω Η… τρία γράμματα, χίλια πράγματα τονισμένα στη λήγουσα.

 

Η αποτύπωση των σκέψεων αυτών, εκτιμώ ότι θα ήταν ορθό να ξεκινήσει με ένα ερώτημα το οποίο θα μπορούσε να εγείρει από μεγάλους έρωτες έως μεγάλες έριδες.

Τι είναι ζωή;

Από αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας, το ανωτέρω ερώτημα γίνεται αφορμή να δημιουργηθούν ωκεανοί από μελάνι. Χιλιάδες οι σκέψεις για το φαινόμενο αυτό, αρχής γενομένης από τους αναγνωρισμένους ¨επώνυμους¨ φιλοσόφους,  λογοτέχνες, ποιητές, ψυχο-λόγους που διέσχισαν και διασχίζουν τα νερά της Ζωής, έως τις φιλοσοφικές σκέψεις της γιαγιάς, του παππού, του νέου, του παιδιού, οι οποίοι ανήκουν και αυτοί στη χορεία των ανωτέρω ¨επωνύμων¨.  Άπαντες τους αφορά και τους συν-χωρά το ανωτέρω ερώτημα.

Ο βιολόγος ίσως να απαντούσε ότι είναι οι ιδιότητες ενός οργανισμού να αναπτύσσεται, ενώ ο μαθηματικός ίσως απαντούσε ότι είναι η εντυπωμένη ¨θεϊκή¨ γεωμετρία. Ο ποιητής ίσως απαντούσε ότι «λάμψη είναι η ζωή», ενώ ο φιλόσοφος ίσως απαντούσε ότι είναι ο υπό εξέταση βίος. Ο θεολόγος ίσως απαντούσε ότι είναι δώρο θεού, ενώ από την άλλη πλευρά η γιαγιά ίσως να απαντήσει ότι ζωή είναι το να γελάς, το να κλαις, το να μάθεις να κερδίζεις και να χάνεις, να αγωνίζεσαι, να την κοιτάζεις στα μάτια τη ζωή όρθιος και ορθώς, χωρίς φόβο. Η διαλεκτική των ανωτέρω δύναται να λάβει τόση ισχύ, που να καταλύσει μονομιάς, το απαραίτητο σημείο στίξεως της τελείας, το οποίο επιτάσσει το κλείσιμο αυτής της παραγράφου.


Με μια λέξη ίσως άπαντες να συμφωνούσαμε ότι είναι ένα πεδίο. Και αν συμφωνούμε στο ουσιαστικό, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε και το είδος του πεδίου αυτού. Αν και εφόσον στο πεδίο της ζωής αυτό λαμβάνουν χώρα όλες οι σχέσεις (καλό, κακό, πάθη, μίση, έρωτες, αγάπες, πράξεις, εμπειρίες, λογική, ψυχή, σώμα, επιστήμη, άγνοια, αμάθεια, ημιμάθεια, πίστη, εικασία, κ.α), τότε θα πρέπει και να συμφωνήσουμε ότι πρόκειται για ένα πεδίο ψυχοσωματικής ¨μάχης¨.

Εφόσον το πεδίο το ονομάσαμε ψυχοσωματικό τότε το επίθετό του, το δανειστήκαμε από τα χαρακτηριστικά της ουσίας της ύπαρξής μας, διότι δεν είμαστε μόνο ψυχή ή μόνο σώμα. Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι είμαστε ψυχοσωματικά όντα, τα οποία υπάρχουν και συνυπάρχουν εντός του πεδίου μάχης της ζωής διασφαλίζοντας την ίδια μας την ύπαρξη.

            Είναι πρόδηλο σε όλους πως το κάθε ζεύγος σχέσεων στη ζωή μας έχει αποτυπώματα στον βίο μας. Όμως από τις ανωτέρω σχέσεις που αναφέραμε, παραλείψαμε να αναφέρουμε την πιο σημαντική. Την σχέση Ζωή – Θάνατος. Μια σχέση, ένα ζεύγος που όλοι γνωρίζουμε και ενστερνιζόμαστε το πρώτο μέλος της σχέσης. Πρόκειται για μια σχέση αέναη, που συνοδοιπορεί χέρι-χέρι και άρχεται συζευγμένη από το επέκεινα της ύπαρξης των πάντων. Εντός της φουρτουνιασμένα κύματα που συμπλέκονται φως-σκότος, πάθη-μίση, έρωτες, βία-αρμονία, ειρήνη-λογική-αγάπη, διανόηση-νόηση, αυταπάτες, απάτες και εικασίες και επέρχεται στο τέλος του βίου η ανερυθρίαστη θάλασσα φωτός, η γαλήνη. Έτσι κάθε μέρα ή κάποιες στιγμές της ζωής μας, γεννιόμαστε και πεθαίνουμε, βουλιάζουμε και αναδυόμαστε στον ωκεανό των παθών μας, άλλες φορές ήπια κι άλλες φορές βίαια.

Τι είναι όμως αυτό που μας ωθεί να επιβιώνουμε;

Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα βρίσκεται στο έτερον ήμισυ της σχέσης, δηλαδή στον Θάνατο. Ένα φαινόμενο το οποίο μας τρομάζει και αντί να το αντιμετωπίζουμε με σθένος, αντί να το σεβόμαστε που μας δίνει ζωή, αντί να είμαστε ευγνώμονες που μας κρατά στην επιβίωση, εμείς παραδοσιακά δένουμε τα μάτια μας δημιουργώντας ένα τεχνητό σκοτάδι. Ομοιάζουμε με παιδί που όταν βλέπει το σκοτάδι δεν εισέρχεται καν στον αφώτιστο χώρο, δηλαδή στο άγνωστο.

Ανακεφαλαιώνοντας την συλλογιστική μας καταλήξαμε ότι είμαστε όντα, ψυχοσωματικά, τα οποία επιβιώνουν της ύπαρξης σε ένα πεδίο μάχης που κυριαρχεί σε όλες τις σχέσεις της φύσης μας η σχέση ζωής και θανάτου. Το ξεχάσαμε άραγε; ίσως ναι. Ξεχνάμε δηλαδή στην καθημερινότητά μας ότι είμαστε όντα, τα οποία η αρχαία ελληνική γλώσσα τα όρισε από το ρήμα θνήσκω που σημαίνει πεθαίνω. Η κατάληξη     -τος μας κάνει παθητικές μετοχές και έτσι δημιουργείται το επίθετο που επισήμως και αδιακρίτως μας ταυτοποιεί με την ίδια την φύση μας, θ ν η τ ό ς, δηλαδή αυτός που είναι προορισμένος να πεθάνει.

Ο παιδικός τρόμος για το φαινόμενο θάνατος, πέρασε από γενιά σε γενιά, με ένα οξύμωρο αποτέλεσμα ότι είμαστε θνητοί αλλά να μην αποδεχόμαστε τη φύση μας, πράττοντας σαν αθάνατοι. Μέσα στην καθημερινότητά μας ΄΄ξεχνάμε΄΄ ότι είμαστε θνητά ψυχοσωματικά όντα.

Μεγαλώνοντας όμως αυξάνεται και η γνώση μας; αρχικά μαθαίνουμε – από άλλους - ότι ζούμε επειδή αναπνέουμε αέρα, έπειτα ότι στον αέρα -δηλαδή σε αυτό που δεν βλέπουμε αλλά το αισθανόμαστε-, εμπεριέχεται οξυγόνο, αλλά και πάλι από άλλους, ενώ τάχα έχοντας πια εξειδικευμένη γνώση ότι το οξυγόνο συμβολίζεται ως Ο2. Έτσι αν κάποιος δεν γνωρίζει τι σημαίνει Ο2 γελάμε ειρωνικά, επίσης παραξενευόμαστε όταν κάποιος δεν ξέρει τι σημαίνει η λέξη οξυγόνο, στο κοινό όνομα όμως του αέρα δεν γελά κανείς διότι όλοι τοποθετούμαστε υπό την σημασία της κοινής έννοιας – του φαινομένου του αέρα -.

Δεν μάθαμε όμως ότι μέσα στην κάθε μέρα μας, αν αναπνεύσουμε λίγο από το φαινόμενο του θανάτου, ίσως να μην λιγο-ψυχίσουμε στις δυσκολίες, να μην μικρο-ψυχίσουμε απέναντι στους συνανθρώπους μας, να μην παραδώσουμε Γη και Ύδωρ στον πρώτο Πέρση αγγελιοφόρο, να μην παραδώσουμε ούτε σπιθαμή της ύπαρξής μας στο πεδίου της μάχης.

οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες ἀποθνῄσκειν μελετῶσι, καὶ τὸ τεθνάναι ἥκιστα αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν. (Πλάτων, Φαίδων 67e)

Η ανωτέρω φράση καθιστά την υποχρέωση στον τόπο επιστροφής, την ζωή, ως ρεαλιστικό δρώμενο, ως σωματική ολότητα και ακεραιότητα  και ως νοητική ολοκληρωμένο είναι. Συν-αρμονεί την φύση, το έσω και το έξω της ανθρώπινης ύπαρξης θωρακίζοντας την αθάνατη και άφθαρτη ψυχή του θνητού και φθαρτού σώματος. Η μελέτη του καθενός επάνω στο φαινόμενο του δικού του Θανάτου, είναι αυτό που θα εξασφαλίσει -δεν θα εξαλείψει-, σε υπερθετικό βαθμό στην ανθρώπινη ύπαρξη τον φόβο του θανάτου ΄΄ ἥκιστα΄΄(=πάρα πολύ λίγο).

Η παραδοχή του φαινομένου του Θανάτου είναι αυτή που μας καλεί να ανασυρόμαστε κάθε μέρα από τον εαυτό μας, από τα παιδικά μας τραύματα, από τα βλέμματα των άλλων. Είναι αυτή που κάνει τα χρώματα των λουλουδιών πιο έντονα, τον ουρανό πιο γαλάζιο και τα σύννεφα πιο λευκά. Είναι αυτή που κάνει το κρύο πιο ζεστό και την μυρωδιά της βροχής σαν άρωμα της γης που περνά στις φλέβες του θνητού μας σώματος.


Το «ἀποθνῄσκειν» είναι αυτό που άγει την ψυχή, για να μην σπαταλά τον έναν και μοναδικό βίο της κυνηγώντας το άπιαστο. Είναι αυτό που κάνει τις σιωπές να ουρλιάζουν επιθυμία. Ακόμη και χίλιες ζωές να ζούσαμε καμιά δεν θα μας υποσχόταν βεβαιότητα, όμως χίλιες φορές θα ζούσαμε την στιγμή και το αποθνήσκειν ταυτόχρονα. Είμαστε τελικά ευλογημένα πλάσματα εφόσον δυνάμεθα να γνωρίζουμε μόνο εμείς ως έλλογα ότι θα πεθάνουμε. Άρα τι νόημα θα είχαν χίλιες ζωές αν αυτή την μία δεν καταφέρουμε να την γεμίσουμε με λάθη, πάθη, έρωτα, αγάπη, εμπειρία, λογική, σοφία και ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ; Ίσως η εξασφάλιση της αθανασίας όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς οι άνθρωποι να περνά μέσα από τα μονοπάτια της μελέτης του Θανάτου μας. Για ένα πράγμα όμως είμαι σίγουρος όλοι μας ζούμε ταυτόχρονα, μία και χίλιες ζωές, διότι κάθε φορά που ανασύρουμε τον εαυτό μας από τραύματα και πληγές ξαναγεννιόμαστε. Η προσπάθεια να εμμένουμε στην ύπαρξη μας και να διατηρούμε το κάλλος στο είναι μας, είναι και αυτό που κάθε μέρα που περνά  μας κάνει να κοιτάζουμε τα χρώματα της ίδιας μαργαρίτας και να τα βλέπουμε εντονότερα και ομορφότερα. Δεν πρόκειται για ένα αποθνήσκειν τέλους, αλλά για ένα αποθνήσκειν κατά το οποίο χίλιες φορές πεθαίνουμε και αντιστοίχως οδηγούμαστε στην ανάσταση. 

...«αρνούμαι λοιπόν και να παραδοθώ, και να παραδώσω Γη και Ύδωρ στον πρώτο Πέρση αγγελιοφόρο, έστω κι αν νομίζω ότι είμαι  μόνος. Δεν με τρομάζει το ότι θα πεθάνω – το γνωρίζω άλλωστε ότι είμαι θνητός -, θεωρώ άνανδρο το να ζω πεθαμένος, και ασέβεια προς την ύπαρξή μου το να τοποθετώ τον εαυτό μου σε επιτύμβια στήλη όντας εν ζωή επειδή φοβάμαι... αθάνατες είναι οι ζωντανές φωνές των κεκοιμημένων και όχι οι νεκρές φωνές των ζωντανών. Στόχος μου δεν είναι να οικοδομήσω στην ύλη – παρόλο που η ύλη παρέχει ευκολία-, είναι να προσπαθώ κάθε μέρα να συνθέσω μια νέα μέρα τονισμένη στη λήγουσα, που η χαρά της ανυπομονησίας μου να την ζήσω, να μην με αφήνει την νύχτα να κοιμηθώ -παρέχει ευτυχία-. »...       

                                                                                                                         Παύλος Κεφάλας

                                                                                                                 Τριτοετής Φοιτητής

                                                                                                             του Τμήματος Φιλοσοφίας

                                                                                                                Πανεπιστημίου Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου