Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Του Αη Γιάννη του Κλήδονα

Πόσο μακρινό και ρομαντικό μοιάζει...  Γειτονιές, μαγιάτικα στεφάνια, μεγάλες φωτιές, 24 Ιουνίου, λίγο μετά το θερινό ηλιοστάσιο με τη μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου, φωνές, τραγούδια, κάνοντας ''πυρολατρικά'' όνειρα...
O μύθος λέει πως το νερό του μεγάλου πηγαδιού κοιμάται κάθε νύχτα μια ώρα μόνο. Είναι η ώρα που η Λάμια, η νεράιδα ή όποιο στοιχειό προσέχει το πηγάδι ησυχάζει. Κι αν κάποιος θέλει τούτη την ώρα να πιεί νερό θα πρέπει να το ξυπνήσει ταράσσοντας το απαλά με το χέρι του, αλλιώς τρομάζει , θυμώνει και του παίρνει τα μυαλά.
 Μέσα από την δύναμη της φωτιάς, έρχεται η κάθαρση στους ανθρώπους καθώς,  τώρα που αρχίζει να μικραίνει η μέρα, αφήνουν πίσω τους κάθε τι κακό, ελπίζοντας σε μία καλύτερη νέα αρχή.  
Οι πιο δυνατές δοξασίες. Ήλιος, φωτιά, νερό… Τα τρία στοιχειά της φύσης, της ζωής.
Εξουσία, δύναμη, φόβος μα και λύτρωση.


 Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ, Φωτιές του Αϊ Γιάννη

Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν' αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι
    ας ανάβουν οι φωτιές.
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα
    βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά
    το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Την ώρα που τέλειωσε ή μέρα και δεν άρχισε ή άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε
    το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν
     μπροστά στις φλόγες μέσα στή ζεστή νύχτα
     (Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε
      κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν
     (Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,
      τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια
      ανταύγεια).
Μα εσύ πού γνώρισες τη χάρη τις πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε ή γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς
     και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Αι-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια.
                                                               (Λονδίνο, Ιούλιος 1932)

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

θάλασσα πλατιά


Το Εγκώμιο της Θαλάσσης K. Καρυωτάκης Ι Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό. Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Αστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της. Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί. Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες. Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ' άλλα -- ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος -- ένα τεράστιο μάυρο παραπέτασμα. ΙΙ Ἔζησε κανεὶς θλιβερὰ πράγματα. (Σπίτια μαῦρα, κλειστά. Ἀναιμικά, ἐξόριστα δέντρα τοῦ δρόμου. Ἡ «μαντάμα» μετράει ἀπογοητευμένη τὶς μάρκες της. Στὴν πλατεία οἱ λοῦστροι, κουρασμένοι νὰ κάθονται, σηκώνονται καὶ παίζουν μεταξύ τους. Ὁ νέος νομάρχης, μὲ μονόκλ, ἐπροσφώνησε τοὺς ὑπαλλήλους. Δίπλα ἐξύπνησαν γιὰ νὰ πάρουν τὸ τρένο. Ποτὰ ἀνδρῶν 10 δρ., ποτὰ γυναικῶν 32,50 δρ.) Στὸν ἄνεμο ἀνοίγει ἕνα παράθυρο, κ᾿ ἔρχεται μπροστά μας. Ὅλα ξεχνιοῦνται. Εἶναι ἐκεῖ, ἄσπιλη, ἀπέραντη, αἰώνια. Μὲ τὸ πλατύ της γέλιο σκεπάζει τὴν ἀσχήμια της. Μὲ τὴ βαθύτητά της μυκτηρίζει. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐμπόρου πεθαμένη καὶ περπατεῖ. Ἡ ψυχὴ τῆς κοσμικῆς κυρίας φορεῖ τὰ πατίνια της. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου λούζεται στὴν ἁγνότητα τῆς θαλάσσης. Βρίσκει ἡ νοσταλγία μας διέξοδο καὶ ὁ πόνος μας τὴν ἔκφρασή του. [Πηγή: www.doctv.gr]
 Γιώργος Ρούσσος                              Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Θάλασσα πλατιά
σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις                                                 


θάλασσα βαθιά
μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά
την καρδιά μου τη μικρούλα τη φτωχιά
Όνειρα τρελά
που πετούν στο κύμα πάνω
φτάνουν στην καρδιά
και τα νιάτα μας ξυπνάνε
όνειρα τρελά
και οι πόθοι φτερουγίζουν σαν πουλιά
Έχω έναν καημό
που με τρώει γλυκά και με λιώνει
έχω ένα καημό
θα ‘ρθω να στον πω
αδερφή μου εσύ θάλασσα που σ’ αγαπώ
Κύματα πουλιά
στα ταξίδια σας που πάτε
τα αλαργινά
την κρυφή μου λύπη πάρτε
κι από ‘κει μακριά
να μου φέρετε κι εμένα τη χαρά

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, FATA MORGANA








Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ’ αγαπήσαν.
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ’ τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Σταρτόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.