Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΑΥΡΟ ΝΕΡΟ του Μ. Μακρόπουλου


"Περίμενε υπομονετικά ήξερε ότι αργά ή γρήγορα κάποιο ζώο θα κατέβαινε να ξεδιψάσει στο νερό, που ξεγελούσε με τον γάργαρο ήχο του. Πενήντα μέτρα παραπίσω ήταν η παλιά δεξαμενή, με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα της RIPOIL, ενώ τα πλατανόφυλλα βάθαιναν με τον ίσκιο τους το καφεκόκκινο χρώμα της σκουριάς. Τρύπες είχαν ανοίξει στο μέταλλο, ένα παχύ στρώμα από σάπια φύλλα είχε γίνει χούμος μέσα, και η παλιά δεξαμενή ήταν γεμάτη ζωή: έντομα, τρωκτικά, πουλιά που μπαινόβγαιναν. Το πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι είχε δεχτεί με συγκατάβαση τον μεταλλικό ξένο, τον είχε κυκλώσει σκιάζοντάς τον, και κλαριά ακουμπούσαν πάνω του και τον διαπερνούσαν". 

ΜΙΑ ΝΟΥΒΕΛΑ ζοφερή, σκοτεινή, σπαρακτική,






ανατριχιαστική ως προς την οικολογική καταστροφή στο αυστηρό τοπίο της Ηπείρου και ως προς τις ανθρώπινες επαφές των λιγοστών κατοίκων. Ο θάνατος επικρέμαται σε κάθε σελίδα του βιβλίου, σε κάθε οικογένεια, σε κάθε περιγραφή του συγγραφέα είτε εσωτερική είτε εξωτερική. Μπορεί ο Πατέρας, το ανάπηρο παιδί- ο Φόρης, ο Γιάννης Πάντος, ο Πορφύρης, η Σοφία Κωσταρά, ο ίδιος ο αναγνώστης να αντισταθούνε; 

Φόρης από ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ  (το όνομα του παιδιού δεν είναι τυχαίο)

Τα μικρά ξωκλήσια έξω από τα χωριά μοιάζουν με φύλακες του δάσους και αποτελούν στάσεις στον χρόνο καθώς ο χρόνος μετριέται με τις ετήσιες γιορτές τους. «Οι άγιοι δεν ήταν μακρινές παρουσίες τώρα που δεν υπήρχαν άνθρωποι. Ήταν τόσο κοντινοί όσο τα φαντάσματα των χωριανών στους άδειους πάγκους της εκκλησίας».