Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Ας έτονε....


Λίγα λόγια για το έργο

Η παράσταση που θα παρακολουθήσετε είναι πέρα για πέρα ερασιτεχνική αλλά και πέρα για πέρα αληθινή.

Μια αγροτική οικογένεια το 1920 ζει στην Μπάφρα του Πόντου. Ο πατέρας Πέτρος και η μαμά Δέσποινα έχουν μία μεγάλη θυγατέρα τη Μαρία, τον Κυριάκο, τον Πλάτωνα, τον Αλέξανδρο και το μικρό Ιορδάνη. Ζούν ήρεμα και ειρηνικά. Ο μικρός Αχμέτ είναι ο καλύτερος φίλος του Αλέξανδρου μέχρι να συμβεί το κακό.Ο πόλεμος, οι σφαγές, ο ξεριζωμός του 1922. Οι Τούρκοι σφάζουν τους γονείς. Ο Κυριάκος, ο Πλάτωνας, ο μικρός Ιορδάνης φεύγουν στο βουνό για να σωθούν. Ο Αλέξανδρος μένει πίσω. Η Μαρία ακολουθεί το δρόμο της καρδιάς της. Η οικογένεια των Κυριακιδαίων διαλύεται.Ο μικρός Αλέξανδρος περιπλανώμενος βρίσκει έναν Τούρκο τον Ομέρ που τον παίρνει στη δούλεψή του στην Κερασούντα. Δουλεύει φιλότιμα και ο Ομέρ τον αγαπά σαν παιδί του.Μετά από έξι χρόνια ο Aλέξανδρος αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα για να ψάξει τα αδέλφια του. Η Μαρία θα μείνει πίσω στη Μικρά Ασία κοντά στον αγαπημένο της Μουράτ.Ο μεγάλος Αλέξανδρος φθάνει στο λιμάνι της Πάτρας. Εκεί συναντά έναν καλό άνθρωπο, Έλληνα αυτή τη φορά. Ο σταφιδοπαραγωγός Στέφανος θα του δώσει φαγητό, δουλειά, ζεστασιά. Όμως ούτε η κόρη του η Ελπίδα θα τον κρατήσει μακριά από την αναζήτηση των αδελφών του.Φθάνει στην Καβάλα το 1930 και σε ένα καφενείο στις Καμάρες μαθαίνει ότι τα αδέλφια του ζουν στο χωριό Στεγνό….


 Η παράσταση θα οδηγήσει σε κουβέντες πολλές κουβέντες


Για Πρόσφυγες, για Ανθρώπους, για την Ιστορία


όπως παραδίδεται από τους αιώνες στους επόμενους αιώνες!


Ευχαριστούμε τη μαθήτριά μας Ξανθοπούλου  Κική που κατέγραψε την ιστορία του προπάππου της, Αλέξανδρου


και το συνάδελφο Λυμπεράκη Δημήτρη που μέσα στο βιβλίο του κατέγραψε ότι οι προσφυγικές γενιές είναι πολλές!


Η συνέχεια επί σκηνής…


 



 


Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

ήρθε η Άνοιξη

– Τι είναι το κόκκινο χρώµα;
– Ένα χαστούκι από παπαρούνες!

  – Τι είναι η δόξα;
 – Ένα βουνό για να το βλέπουν οι αιώνες!

 

 – Τι είναι το χρυσάνθεµο;
– Μια καλόκαρδη µέρα στο ποτήρι.
 
         




 – Τι είναι η Πούλια;

 – Μυστική κρύπτη των ποιητών.

 

– Τι είναι η Ποίηση;
– Συνουσία επ' άπειρον.
 

Από τα πεζά κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη, «Ανοιχτά Χαρτιά».

Κυριακή 8 Απριλίου 2018



Η Επιστήμη χωρίς τη Θρησκεία είναι κουτσή. Η Θρησκεία χωρίς την Επιστήμη είναι τυφλή.
ΑΪΝΣΤΆΙΝ



Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Καλή Ανάσταση


ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ,  «Πριν την Ανάσταση»
«Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.
Με πνίγει τούτο το σκοτάδι.
Δεν θέλω ν’ ανάψω το μέτριο φως.
Θα μου στερήσει τα ενθύμια που βλέπω,
τα πράγματα ορίζοντας γύρω μου.
Πώς περιμέναμε την Ανάσταση!
Δίχως αμφιβολία έρχονταν η Λαμπρή,
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Άνοιγαν οι πύλες, η πομπή προχωρούσε
με ψαλμούς κι’ εξαπτέρυγα, άστραφταν
τα πολύτιμα, άναβαν μυριάδες τα κεριά
των χριστιανών, φλόγες πίστης,
σημείο χαράς.
Μιαν μικρήν εικόνα της Ανάστασης
είχε η ενορία μας. Σπρωχνόμασταν
για ν’ ασπαστούμε, οχλαγωγή. Γελούσαν
χαρούμενοι οι πιστοί, στα χέρια
κόκκιν’ αυγά, άναβαν βεγγαλικά
κι’ οι μεγαλείτεροι σαν τα παιδιά.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
δεν περιμένω τίποτα.
Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
την πλάνη της χαράς.
Χαρά δεν υπάρχει;
Υπάρχει πάντα η ανάσταση,
όχι ορισμένη και πιθανή,
υπάρχει απίθανη περίλαμπρη δόξα,
η φωτεινή έκσταση, δεν μπορούν
δίχως αυτήν οι άνθρωποι,
που περιμένουν σε νηστεία και προσευχή.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Ακόμα δεν ήρθε η ώρα, φαίνεται.
Δεν ακούω τους χαρμόσυνους ήχους.
Πόσο ακόμα και τότε, σαν η καταστροφή
της άρνησης, η αμφιβολία είχεν αρχίσει,
με συγκινούσε βαθιά η χαρά
πάνδημη του κόσμου συμμετοχή, στην γιορτή.
«Χριστός ανέστη». Ύμνος κι’ οι κρότοι
των όπλων κι’ όλες οι καμπάνες μαζί,
σ’ όλην την πόλη κι’ οι άνθρωποι
όλοι μαζί είχαν την ίδια χαρά,
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
τους πένθους, της συλλοής.
Κοιτάζω το παρελθόν.
Δεν σ’ αρνιέμαι, Κύριε, της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
ξανά, που δίνεται παρηγοριά
της θλιμμένης επίμονης σκέψης.
Αρχή, χαραυγή,
«ήν δε όρθρου βαθέος…»
Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
Ελπίδες, αναμνήσεις δεν αρκούν
οι κόποι. Η σκέψη θολώνει
το κόκκινο της θυσίας αίμα.
Πρέπει το σώμα να σηκωθεί,
να πάει με τους άλλους μαζί, να χαρεί
την γιορτή, την απλή χαρά,
να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
ύστερ’ απ’ το πλήθος του πόνου,
πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.»
(Από τη συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951)