Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

22-02-2020 Ψυχοσάββατο
για κάποιο λόγο έτσι έπρεπες να φύγεις
ταιριαστά με αριθμούς και ημέρα.

Δεν θα  ακούσεις 
το σι..σι ...σι της βροχής

γιατί ούτε εσύ έλυσες το αίνιγμα της ζωής.
Το κονιάκ πολλών αστέρων
θα μείνει στην κάβα της μνήμης
γιατί μάς έμαθες
να μην είναι γένους ανυπεράσπιστου
η αγάπη για την ποίηση.
Δεν θα χρειασθεί να πληρώσεις
τις ταξιθέτριες της άλλης ζωής
γιατί τα ποιήματά σου
έκαναν πολύτιμα ανεξίτηλη
την χάρτινη αθανασία
της μοναξιάς σου.



Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Ένα φεγγάρι...

Στη δική μου θάλασσα
Πρόσωπο γερμένο αριστερά,
θλιμμένο; όχι! όχι!
Μάλλον ανήσυχο, θα πεις.
Ξοδεύεται άκλαυτα
σαν στης κόρης την ανάγκη
που πίνει αχόρταγα τη φωτιά του,
να λάμψει επίμονα μέσα στο σκοτάδι,
που Εσύ διαφεντεύεις.

Κι αν ξέρεις καλά
πως την κίνησή της
Εσύ ορίζεις, 
σαν λίκνισμα υπνωτικό,
Εκείνη την νιώθει τρικυμία ασίγαστη, 
Δική της,
που βράχια με πείσμα θα σκαλίσει,
σημάδι ύπαρξης ζωής.

Κράτα την αιώρησή σου!
Έχεις μεγάλο δρόμο μέχρι
η νύχτα να λυγίσει.

Μ.Ν.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

όλα είναι θέμα αισθητικής






ΤΟ Β3 είπε ότι ω ρ α ί ο είναι το διαχρονικό αλλά και το προσωρινό
                                                     το ασυνήθιστο αλλά και το καθημερινό
                                                     το ευχάριστο και το αρεστό
                                                      το σχετικό αλλά και το απόλυτο
ΟΜΑΔΑ Γ΄= ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ = ΟΙ ΔΙΔΥΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΑΝΝΗΔΕΣ
Έγραψαν τη δική τους ω ρ α ί α ιστορία, ‘’διαβάζοντας’’ τον πίνακα του ΜΙΡΟ







Ξύπνησε απότομα. Ήταν χαράματα. Ντύθηκε βιαστικά και καβάλησε το ποδήλατό του. Είχε αργήσει. Κάθε ημέρα, η ιδια ιστορία…Τα χέρια του γέμιζαν με αίμα από τις ατέλειωτες ώρες στο βιολί.  Προσπαθούσε να κατακτήσει μια θέση στους καλύτερους. Ξαφνικά έσκασε η ρόδα και απότομα επέστρεψε στην πραγματικότητα. Είχε τόση οργή, άρπαξε το ποδήλατο και το πέταξε στα σκουπίδια. Άρχισε να βρίζει και να σκοτεινιάζει η ψυχή του. Είχε αργήσει για τα καλά τώρα. Τα παράτησε. Άρχισε να περπατάει προς τη θάλασσα. Σταμάτησε στην άκρη, έκλεισε τα μάτια του και αφουγκράστηκε τα κύματα. Για να ηρεμήσει έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα και τράβηξε μια τζούρα. Βγήκε καπνός από το στόμα του και με αυτόν άρχιζε να φαντάζεται μουσική. Νότες να κατακλύζουν το μυαλό του. Πέταξε το τσιγάρο. Γύρισε σπίτι. Πήρε τη σκάλα και ανέβηκε στη σοφίτα. Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να ξεφύγει από τα πάντα. Μετά από λίγα λεπτά είχε ησυχάσει. Πήρε ένα φύλλο χαρτί και με την πένα του, άρχισε να συνθέτει μουσική. Είχε περάσει η ώρα. Δεν το είχε καταλάβει. Κοίταξε από το μικρό παραθυράκι της σοφίτας και είδε το φεγγάρι να χορεύει με τα αστέρια πάνω στη μελωδία του. 
Άναψε ένα κερί που είχε δίπλα του. Κατέβηκε στο δωμάτιό του και κοιμήθηκε.