θυμίζει αεράκι
ταβέρνα με ρακη
και λίγο θαλασσάκι
κι ας έχει κυματάκι ...
με πολύγλωσσες πλεύσεις
κι ανείπωτες γεύσεις ...
ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΙΚΑ
- η σφοδρή επιθυμία, ο καημός, ο πόθος, το ντέρτι
- η ενασχόληση με επιμέλεια και ζέση , ζήλος
- (συνήθως στον πληθυντικό: μεράκια ) το ευχάριστο συναίσθημα που προκύπτει από διασκέδαση
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ το ’χω ~ ν’ αποκτήσω δική μου βάρκα || του ’μεινε το ~ που δεν είχε καθόλου ταξιδέψει στο εξωτερικό // το να κάνει κανείς κάτι με απόλαυση, με διάθεση καλλιτέχνη, το να βάζει κανείς την ψυχή του σε αυτό: έπιπλα φτιαγμένα με ~·είμαι στα μεράκια μου / έχω τα μεράκια μου είμαι στα κέφια μου, έχω διάθεση να διασκεδάσω: ήπιε λίγο παραπάνω απόψε, γιατί ήταν στα μεράκια του.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ
μοιάζει με την τουρκική λέξη merak που σημαίνει όμως περιέργεια
και ο Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ σημειώνει:
« Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω την εξέλιξη τής λέξης “μεράκι” με την αίγλη, το κύρος και την αναγνώριση που περιγράφετε ως “brand”. Το “μεράκι” δηλώνεται ίσως πιο εμφατικά στην γλώσσα μας –εγώ το προτιμώ και το χρησιμοποιώ συχνά- με την λέξη πάθος. Ωστόσο, η λέξη “μεράκι” έχει δύο έντονα χαρακτηριστικά:
α) έχει έντονα βιωματικό (emotive), συναισθηματικό χαρακτήρα, εξ ου και είναι συχνή και αγαπημένη λέξη τής καθημερινής γλώσσας και ζωής
β) είναι εκφραστική λέξη, έχει εκφραστικότητα, δηλ. ηχητική, γραμματική, σημασιολογική απήχηση που φθάνει στην προβολή και την έμφαση.
Η εμπειρική προσπάθεια να ετυμολογηθεί από την ελληνική λέξη ἵμερος «επιθυμία» είναι καθαρή παρετυμολογία και δεν δικαιολογείται γλωσσολογικά».
μεράκι = βάζω ένα κομμάτι του εαυτού μου σε αυτό που κάνω
γιατί το μεράκι είναι απλό τραγουδάκι
στης ψυχής μας το τσεπάκι
αρκεί να μην είναι φενάκη
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ:
«Δεν ξέρω πως θα είναι ένας μεγάλος έρωτας. Δεν μπορώ να το βάλω στο μυαλό μου. Είναι φθαρτό είδος. Πιστεύω ότι κερδισμένος είναι αυτός που αγαπάει, όχι αυτός που αγαπιέται. Αυτός που αγαπιέται δεν καταλαβαίνει τίποτα.
ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟΣ είναι αυτός που αγαπάει με μεράκι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου