1 |
||||
το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη. | ||||
2 | Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο | |||
3 | Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα | |||
του θα 'φτανε να πικράνει τον αέρα του Αδη | ||||
4 | (Το 'να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το |
|||
μέλλον, τ' άλλο απ' την έρμη κεφαλή, στραμμέ- | ||||
νη με το πλάι, | ||||
5 | Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοι- | |||
λιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας) | ||||
6 | Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο | |||
κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, α- | ||||
βρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα, | ||||
7 | Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα | |||
8 | Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να | |||
χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού |
||||
9 | Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη, | |||
10 | Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από | |||
το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι | ||||
αποχρησμοδοτούσε το έρεβος... | ||||
11 | Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί, | |||
12 | Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη | |||
κι αναστραμμένη να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με | ||||
θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο, | ||||
13 | Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου! | |||
14 | Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με | |||
το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν' αποδώσουν στα πράγ- | ||||
ματα το αληθινό τους όνομα, | ||||
15 | Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μια ηχώ, | |||
μοναχά το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνά- | ||||
μωνε τους καταρράχτες... | ||||
16 | Μια σταγόνα, καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ' τα βά- | |||
ραθρα, την είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό | ||||
αγορίστικο σώμα. | ||||
17 | Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται | |||
σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι | ||||
είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει, | ||||
18 | Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκα- | |||
λιά του Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του | ||||
Αντρός. | ||||
19 | Και η άχνα που ανεβαίνει απ' τις κοιλάδες, έχουν να κά- | |||
νουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που | ||||
ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων. Ο. ΕΛΥΤΗΣ (Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό) |
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015
Ο ύπνος των γενναίων
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή