Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, ίσως έγραψε Το Ταξίδι

Μου σφίγγει ο καημός, σα θηλιά το λαιμό  

και μες στην καρδιά με δαγκώνει σα φίδι. 

Παράξενο θέλω ν’ αρχίσω ταξίδι, 

 χωρίς, μα χωρίς τελειωμό.

Το δρόμο μ’ αργά να τραβώ, να τραβώ,  

αλλά πουθενά και ποτέ να μη στέκω,  

ψυχή να μη βρίσκω, ή πάντα να μπλέκω

με κόσμο τυφλό και βουβό.

Να νιώθω τριγύρω πλατιά ερημιά,  

κλεισμένα τα σπίτια, τα τζάκια σβησμένα,  

ψηλά να μη φέγγει αστέρι κανένα,  

και κάτου γυναίκα καμιά.

Ε! ίσως σε τέτοιο ταξίδι αν βρεθώ, 

ατέλειωτο, έρμο, σ’ αγνώριστη χώρα, 

δε θα ’χω περίσσια λαχτάρα σαν τώρα,  

Αγάπη, από σε να χαθώ!                                        Απρίλιος 1883

 

https://www.youtube.com/watch?v=5154cxnWXIY

                                                            

αφού προηγήθηκε αλληλογραφία  14 χρόνων με την Ελένη του, τη Ραχήλ του που έφυγε λόγω φυματίωσης, ακολουθώντας το στρατηγό πατέρα της για πιο ζεστό κλίμα στην Αφρική από το 1935 και επέστρεψε στην Ελλάδα έναν χρόνο μετά το θάνατο του Κωστή Παλαμά (1944), χωρίς να καταφέρει να πει αντίο στον αγαπημένο της.

Ο ιδρυτής της  Νέας Αθηναϊκής Σχολής, ο ποιητής, μεταφραστής, κριτικός, πεζογράφος γινόταν απλώς ένας ερωτευμένος.  

Έγραφε στην αγαπημένη των γηρατειών του, στον πιο κοντινό, στον πιο δικό του άνθρωπο, χωρίς φόβο και με πολύ πάθος για τον εαυτό του, εξέφραζε τους μύχιους πόθους, τις ανησυχίες, την αγωνία, τους φόβους και τις ανασφάλειές του, τη λύπη του για πρόσωπα που χάθηκαν και ήταν σημαντικά για το έργο του. Της εξέθετε τις φιλοσοφικές αναζητήσεις, τις μεταφυσικές αγωνίες του. Αυτός 60 χρονών, εκείνη 20 .

«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου ­ και μάλιστα το τελευταίο σου ­ είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο ­ καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης ­ από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο... Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μια deception τα τρεμοσαλεύει κ' ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν αν προσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα: Πρώτα, πως μου δίνουν κ' εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου» (31 Αυγούστου 1924)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου