Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

Ο Πλόκαμος της Αλταμίρα, ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

 Το σπήλαιο της Αλταμίρα  στην Κανταβρία ΙΣΠΑΝΊΑΣ θεωρείται 

η «Καπέλα Σιξτίνα της λίθινης εποχής»  περίπου 16.000 χρόνια πριν


 Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ , Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ (1936 – 1937)

 

 

2

Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.

 

 

3

Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

 

 



6

Η σιωπή λικνίζεται στην αμμουδιά. Τα πόδια της πατούν στην κυανή, στην άνευ έρματος ακρογιαλιά θαλάσσης που καθεύδει.

 

 

7

Τα βήματά μου αντηχούν στη βελουδένια στρώσι της σκιάς μου.

 

 

8

Κρυφή μου ελπίδα στα βουνά, καλημερίζω την ηχώ σου.

 

 

 

12

Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θάθελα να κυλισθώ

στην αμμουδιά μαζί σου.

 

16

Οι τοίχοι, λεν, έχουν αυτιά – μα οι ψίθυροι ζουν και πεθαίνουν και στα φύλλα.

 

 

18

Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.

 

 

19

Ενατενίζω. Μια καμπάνα τήκεται μπροστά μου.

 

 

20

Ράμφος εγώ. Εσύ, ολόκληρη μια νύχτα με αναπαλμούς και φώσφορο μεδούσης. Έπειτα αποκοιμήθηκες κι όταν πια ξύπνησες, πάλι με κοίταξες, όπως κοιτάζει ένα παιδί μιά στήλη.

 

 

21

Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα.

 

 

 

24

Ό,τι σαλπίζει δεν βοά και δεν περιτυλίσσεται σα νάταν φίδι.

 

 

 

28

Τώρα που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις τους κενούς και ηλιοκαείς τροχιοδρόμους.

 


30

 

Εαρινοί καταυλισμοί ονείρων εν εγρηγόρσει – των κατευθύνσεων οι ώρες σαν σαύρες της αυγής.

 

 

 

33

Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες.

34

Στην βουνοκορφή δεσπόζουν τροχαλίαι. Στην πεδιάδα περιστρέφονται ελαιοτριβεία και η διαρκής παραγωγή των λατομείων, συγκρίνεται μ’ εκβραχισμούς των σχιστολίθων. Μεσ’ στο λιοπύρι περιίπτανται κορυδαλλοί και όσοι κοιτούν το χάλυβα να λυώνη, μοιάζουν με ιππείς που ξαφνικά πεζεύουν μπρος σε βρύση.

35

Μέσα στα τζένερα εμφωλεύει η σπίθα. Κρωγμοί αντηχούν κάτω απ’ τα φύλλα, και σχίζουν τον άσπιλο χασέ της νύχτας. Μα πριν ακόμη ξημερώσει, μεσουρανούν οι θρύλοι κ’ η σπίθα αποκαλύπτεται και λάμπει. Έπειτα σβήνει μονομιάς – μα ξαφνικά στην θέσι της αλέκτωρ αλαλάζει.

                                                                      Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα (1934 – 1937)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου