Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

και η ιστορία τελειώνει Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αγάπη και η Φροντίδα στη θάλασσα και απολάμβαναν ένα βραδινό, καλοκαιρινό μπανάκι ώσπου η Αγάπη χάνει το κολιέ της και προσπαθεί να το βρει. Ήταν όμως μάταιο επειδή δεν μπορούσαν να δουν τίποτε στο σκοτάδι και αποφάσισαν να φύγουν. Την άλλη μέρα η Αγάπη ήταν πολύ στεναχωρημλενη αλλά είδε στο σχολείο τη θλίψη η οποία είχε βρει το κολιέ της Αγάπης. Τότε η Φροντίδα είπε: ''Μα τι σύμπτωση!Αχ, αυτός ο κόσμος ,ο μικρός ο μέγας''

Βλασακίδου Ειρήνη     Γα1
Όλοι μας έχουμε ζήσει καταστάσεις. Έντονες, αδιάφορες,αξιόλογες , όμορφες, άσχημες. Μια απώλεια, ένα καλοκαίρι, μια φωτογραφία.Όλα γίνονται αναμνήσεις και μια γλυκιά νοσταλγία ή μια κακή ανάμνηση αντίστοιχα. Όλοι στη σφαίρα της φαντασίας μας, αναζητούμε το ιδανικό. Θέλουμε να τα έχουμε όλα. Μήπως τα είχαμε όλα και θέλουμε περισσοτερα;Πάντα θα βρίσκονται τραγούδια να μας θυμίζουν πως κάτι λείπει. Ίσως μια φωνή ή πολλές φωνές αντίστοιχα. Ο δικός μας κρυφός παράδεισος. Η ξεχασμένη ακρογιαλιά του καθενός. Και μετά από αυτό κενό. Τι περίεργος που είναι ο κόσμος ! Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας...  
           
 Γιαντσελίδου   Βένια     Γα1   

Αυτή ήταν η τελευταία ημέρα πριν το θάνατό της. Καθόταν μέσα στη θάλασσα νιώθοντας τα κύματα να χτυπάνε το κορμί της καθώς αυτή ξάπλωνε στην επιφάνειά της και έβλεπε τα αστέρια. Ένιωθε ήρεμη για πρώτη φορά μετά από μέρες καθώς το χαλαρό αεράκι διαπερνούσε το στήθος της. Είχε πανσέληνο , όλα ήταν πιο φωτεινά απ΄ότι συνήθως. Τη στιγμή που παρατηρούσε το φεγγάρι, την έπιασε μια μελαγχολία, ίσως να έφταιγε το τοπίο, ίσως η μοναξιά της. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Ήταν μια σπάνια καλοκαιρινή βροχή, όπως ήταν και η ίδια. Το φεγγάρι κρύφτηκε και όλα σκοτείνιασαν απότομα. Όλες οι σκιές εξαφανίστηκαν και αυτή...άρχισε να χορεύει στη μουσική της φύσης αφουγκραζόμενη το ρυθμό του ανέμου και των κυμάτων της θάλασσας, έχοντας τη βροχή να την χειροκροτάει, έχοντας τη θάλασσα για Κρητικό της και ψιθυρίζοντας ΄΄αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας΄΄.          Λέοντος    Γεωργία    Γα1

Μανούλα μου γλυκιά, μάνα Κρήτη. Απόψε τα μαύρα σκοτεινά στενά σου είναι πιο κρύα από ποτέ και εγώ μονάχος περπατώ. Όλοι με κοιτάζουν, όλοι με αποφεύγουν. Μήπως φταίνε τα βρώμικα ρούχα μου, τα σκισμένα παπούτσια μου; Πόνεσαν τα πόδια μου απόψε που σε περπάτησα πολύ. Πήρα την κούτα μου και την έριξα πάνω σου. Ξάπλωσα λιγάκι να κοιμηθώ, μα κανείς δεν με προειδοποίησε γι αυτό. Αυτός ο άντρας λέει πως τον έκλεψα μανούλα. Όχι μην το κάνεις αυτό, πονάω. Γιατί; Με αφήνει στο κρύο. Χάνω το φως μου , μανούλα. Δεν ήταν Κρητικός, μανούλα. Δεν θα το έκανε γιος σου αυτό. Το κορμί μου στο αίμα κολυμπάει κι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας πια δεν με χωράει. Κι εσύ από ψηλά που με κοιτούσες ,είναι ώρα να ανταμώσουμε. Στη ζεστή σου αγκαλιά να με σφίξεις και γλυκά να κοιμηθώ...να μη νιώθω ότι σε χάνω.                                           Κουντουράκη Αλεξία   Γα1



Κατά τη δύση του ήλιου,την ώρα που όλα τριγύρω ήταν ήρεμα και γαλήνια ο Κρητικός καθόταν αμέριμνος και συλλογιζόταν. Μια νοσταλγία ένιωσε ξαφνικά από τα παλιά. Τότε, που ο μόνος τρόπος να ξεφύγει από τα δεσμά της σκληρής πραγματικότητας ήταν η φυγή. Ένα αίσθημα λύτρωσης και ανακούφισης τον διακατείχε σε κάθε του απόδραση. Απελευθερωνόταν. Σαν ένα είδος διάσωσης, καλύτερα. Μα τώρα όλα αυτά μόνο στη φαντασία του μπορούν να ζωντανέψουν. Κάθε κλάσμα δευτερολέπτου της αναπαραγωγής αυτών των στιγμών στο μυαλό του περνούσαν τόσο γρήγορα και σπασμωδικά σαν μια ταινία μικρού μήκους. Αφήνοντάς του μια γλυκόπικρη γεύση. Τα λόγια του ήταν μετρημένα και οι κουβέντες του μελαγχολικές. Μέσα στον μικρόκοσμο του εαυτού του προσπαθούσε να βρει αντανάκλαση του έξω κόσμου. Μα τίποτα δεν τον ενθάρρυνε πια. Όλα κατέληγαν σε ένα απόλυτο χάος. Και εκεί που αναμετρούσε τις στιγμές , πάνω στον ειρμό των σκέψεών του, αναφώνησε: ''Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας.''                  Βασιλείου Βάσω Γα1


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου