Κυριακή 26 Μαΐου 2024

....Να είσαι ο Διγενής

  • από τα τραγούδια της ζωής μου, ο Δ. ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ  



https://www.youtube.com/watch?v=wMf8Xytxfpk

Στίχοι:  Δ. Λέντζος

ακούει τη μάνα που τού λέει:   την στερνή κουβέντα της...
σαν χορεύεις .....να ΄σαι ο Διγενής

  • ο Ο.ΕΛΥΤΗΣ  στα 80 του  γράφει στα Ελεγεία της Οξώπετρας,  τα θρηνητικά τραγούδια του πιο ακρινού σημείου  της προβλήτας, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με τις σκέψεις  τη στιγμή του ύστατου ταξιδιού 

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ

Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ’ ασημένιο πρόσωπο· άγιοι

Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά

Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι

Και ύστερα;

                    Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν

Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο

Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν

        αγωνίζονται ώστε

Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από

        τις πυρκαγιές

Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε

        ο καπνός. Προεξέχουν μόνον

Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα

Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι

Κοντά να ξημερώσει

μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα

Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα ‘ναι φαίνεται ότι

Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ‘να τους πλευρό, τ’ άλλο τους

Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα

Κύματα η ζωή και να ‘ναι τεντωμένο το χέρι σου

Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

  • και ο Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ στον Ανήφορο φιλοσοφεί : 

·  Ο Θεός να μη δώσει του  ανθρώπου τα όσα μπορεί να βαστάξει.

·   Αντέχει ο άνθρωπος, κυρά  μου, είπε ο Μανολιός, αντέχει. Το σίδερο, η πέτρα, το  διαμάντι δεν αντέχουν, ο άνθρωπος αντέχει.

·   Ένα  σκουλήκι με τρώει, αδέρφια! Κοιτάζω πίσω, θωρώ τη ζωή μου κοιτάζω  ομπρός, θωρώ το  θάνατό μου και συλλογιέμαι: Από πού ερχόμαστε, βρε παιδιά, από πού ερχόμαστε και πού πάμε; Να το  σκουλήκι που με  τρώει!

  • Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά

    ΑΛΛΩΣΤΕ 

    Μπόρα είναι μαθές η ζωή, θα περάσει

 

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Η μάνα αυτουνού δηλ. του ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ δηλ. ΕΛΛΗ ΖΑΧΟΥ ΤΑΧΤΣΗ

 


Κώστας Ταχτσής (1927 – 1988)

Ποιητής και συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το μοναδικό μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», που εκδόθηκε το 1962, σφράγισε την ελληνική λογοτεχνία.

Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927. Ο πατέρας του Γρηγόριος και η μητέρα του Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονιών του, έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του.

Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δύο χρόνια. Είχε προηγηθεί μία αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, χωρίς επιτυχία, λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό κι έφτασε ως το βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου.

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1951 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα» και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η συλλογή «Τα μικρά ποιήματα». Τα δύο αυτά έργα του τα αποκήρυξε σιωπηλά αργότερα. Μέχρι το 1956 κυκλοφόρησε τρεις ακόμα ποιητικές συλλογές: «Περί ώραν δωδεκάτην» (1953), «Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν» (1954) και «Καφενείον το Βυζάντιον» (1956). Η ποίησή του κινείται στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο και Ανδρέα Εμπειρίκο. Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας.

Advertisement

Από την άνοιξη του 1956 έως τον Δεκέμβρη του 1964 περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου (Γερμανία, Αυστρία, Αφρική, Αυστραλία), με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, εργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας του Τζιν Νεγκουλέσκο «Το παιδί και το δελφίνι», που γυρίστηκε στην Ύδρα το 1956, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του κλασσικού πιανίστα Τώνη Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία.

Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε «Το Τρίτο στεφάνι», το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκεί παραμονής του και το έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Το μοναδικό του μυθιστόρημα γνώρισε πολλές εκδόσεις, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό, ως ένας πιστός και αληθινός πίνακας της νεοελληνικής ζωής.

Την ίδια χρονιά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα συνεργάστηκε με το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό «Πάλι» και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967) πρωτοστάτησε στην αντιστασιακή έκδοση των «18 Κειμένων» Ελλήνων συγγραφέων κατά της λογοκρισίας (1971). Τη δεκαετία του '70 εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων «Τα Ρέστα» (1972) και «Η γιαγιά μου η Αθήνα» (1979). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο.

Ο Ταχτσής είχε να παρουσιάσει και πλούσιο μεταφραστικό έργο. Μετέφρασε έργα συγγραφέων, όπως τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φίλιπο, καθώς και πολλές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Για τη μεταφραστική του εργασία στον Αριστοφάνη είχε επικριθεί από την κριτική για πολλές μεταφραστικές ελευθεριότητες και αυθαιρεσίες.

Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια κάτω από άγνωστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό στις 25 Αυγούστου 1988, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, σε ηλικία 61 ετών. Το έγκλημα παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστο και ο δράστης του ασύλληπτος. Ο γνωστός δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας στο βιβλίο του «Η δολοφονία του συγγραφέα» υποστηρίζει ότι τον Ταχτσή τον σκότωσε ο τελευταίος του πελάτης, όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με γυναίκα, αλλά με άντρα.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1011

© SanSimera.gr
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1011

© SanSimera.gr

Γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1927 στη Θεσ/νίκη.  Ο πατέρας του, Γρηγόριος, και η μητέρα του, Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας. Το πρώτο παιδί του ζεύγους, αγόρι, είχε πεθάνει λίγες ημέρες μετά τη γέννα. Στα 7 του,  μετά τον χωρισμό των γονέων του, αναγκάστηκε να πάει στην Αθήνα για να ζήσει με τη γιαγιά του. Το 1945 υπέβαλε τα χαρτιά του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, αλλά τις ημέρες των εξετάσεων αρρώστησε από τύφο. Εγγράφηκε στη Νομική  Αθηνών, όπου φοίτησε μόνο για δύο χρόνια.Το απόγευμα του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1988 βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του, γυμνός, φορώντας γυναικεία περούκα, με αίμα στο κεφάλι...

Ο Γρηγόρης ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί μου. Εγώ πάλι, όσες προσπάθειες και αν έκανα, δεν κατάφερα να τον θελήσω ποτέ. Και πώς να γινόταν αυτό; Με τι προσόντα; Τις γλύκες τις έκανε όταν ήταν μαστουρωμένος, γιατί όταν έπινε τσίπουρο, αγρίευε. Ένα βράδυ, από τα πολλά, μπήκε μέσα στο σπίτι τρεκλίζοντας και βρωμώντας τσίπουρο και χασίσι. Εγώ κοιμόμουν στο κρεβάτι με το παιδί. Τραβάει το πάπλωμα και αρχίζει να με χτυπάει και να με βρίζει. Μπλεκόταν ανάμεσά μας και ο Κώστας και του ούρλιαζε: "Μη, μπαμπά, μη τη μαμάκα μου!" Και έτσι όπως χωνόταν, έτρωγε κι αυτός τις ξυλιές του. Πόσο ξύλο έφαγα στη ζωή μου... Από τη μάνα μου, από το Γρηγόρη και απ' τη ζωή την ίδια. Πόσα βράδια είπα "Πάρε μου τη ζωή, Θε μου, και που την έχω τι την κάνω;" Πόσες φορές απ' όλες τις ελπίδες, ο θάνατος ήταν η πιο αισιόδοξη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Η μάνα τρέφει και ανατρέφει γενιές γενεών.

Συγκλονιστική η ερμηνεία, έκφραση, φωνή της ΡΑΝΙΑΣ ΣΧΙΖΑ που μονολογεί και εξομολογείται για 80΄.  Με ελάχιστη κίνηση απέδωσε όλα τα κύματα της ζωής μέχρι το τέλος που επιτέλους σηκώνεται από τη σταθερή θέση της για να διώξει κλαίγοντας το αγόρι της που ήρθε στο νοσοκομείο να την αποχαιρετίσει.

Το αγόρι της που δεν έμαθε να μην κλαίει και να μην φοράει τα φουστάνια της.

Αυτός ο ποδόγυρος του φουστανιού κάθε μάνας 

έχει λεπτές κλωστές, ξέφτια, σιδερώματα, βελονιές, αναποδογυρίσματα, τρύπες, δυναμώματα, στριφώματα και βάρος και κρεμάσματα και καθαρά.

Η ελληνική οικογένεια -κοινωνία ΔΕΝ επέτρεπε - και ίσως δεν επιτρέπει ακόμη-όλα αυτά να φαίνονται. ΕΠΡΕΠΕ να κρύβονται  και να ράβονται καλά. 

ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ οι δύσκολοι κόμποι , τα ξηλώματα και οι μεταποιήσεις!

Μόνο τη δεκαετία του 1920 τόσοι άνθρωποι ντύνονταν τόσο υποκριτικά; 

Πώς νιώθει κάθε μάνα που το αγόρι της ζητά να φορέσει το φουστάνι της και τα τακούνια της; Να περπατήσει  στους δρόμους της ζωής όπου η άσφαλτος από πίσσα σε κάποια μονοπάτια,  καίει πάντα...

Μήπως το στόμα κάθε μάνας πικρίζει;

Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927. Ο πατέρας του Γρηγόριος και η μητέρα του Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονιών του, έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1011

© SanSimera.gr
Κώστας Ταχτσής (1927 – 1988)

Ποιητής και συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το μοναδικό μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», που εκδόθηκε το 1962, σφράγισε την ελληνική λογοτεχνία.

Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927. Ο πατέρας του Γρηγόριος και η μητέρα του Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονιών του, έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του.

Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δύο χρόνια. Είχε προηγηθεί μία αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, χωρίς επιτυχία, λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό κι έφτασε ως το βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου.

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1951 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα» και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η συλλογή «Τα μικρά ποιήματα». Τα δύο αυτά έργα του τα αποκήρυξε σιωπηλά αργότερα. Μέχρι το 1956 κυκλοφόρησε τρεις ακόμα ποιητικές συλλογές: «Περί ώραν δωδεκάτην» (1953), «Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν» (1954) και «Καφενείον το Βυζάντιον» (1956). Η ποίησή του κινείται στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο και Ανδρέα Εμπειρίκο. Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας.

Advertisement

Από την άνοιξη του 1956 έως τον Δεκέμβρη του 1964 περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου (Γερμανία, Αυστρία, Αφρική, Αυστραλία), με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, εργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας του Τζιν Νεγκουλέσκο «Το παιδί και το δελφίνι», που γυρίστηκε στην Ύδρα το 1956, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του κλασσικού πιανίστα Τώνη Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία.

Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε «Το Τρίτο στεφάνι», το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκεί παραμονής του και το έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Το μοναδικό του μυθιστόρημα γνώρισε πολλές εκδόσεις, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό, ως ένας πιστός και αληθινός πίνακας της νεοελληνικής ζωής.

Την ίδια χρονιά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα συνεργάστηκε με το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό «Πάλι» και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967) πρωτοστάτησε στην αντιστασιακή έκδοση των «18 Κειμένων» Ελλήνων συγγραφέων κατά της λογοκρισίας (1971). Τη δεκαετία του '70 εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων «Τα Ρέστα» (1972) και «Η γιαγιά μου η Αθήνα» (1979). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο.

Ο Ταχτσής είχε να παρουσιάσει και πλούσιο μεταφραστικό έργο. Μετέφρασε έργα συγγραφέων, όπως τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φίλιπο, καθώς και πολλές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Για τη μεταφραστική του εργασία στον Αριστοφάνη είχε επικριθεί από την κριτική για πολλές μεταφραστικές ελευθεριότητες και αυθαιρεσίες.

Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια κάτω από άγνωστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό στις 25 Αυγούστου 1988, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, σε ηλικία 61 ετών. Το έγκλημα παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστο και ο δράστης του ασύλληπτος. Ο γνωστός δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας στο βιβλίο του «Η δολοφονία του συγγραφέα» υποστηρίζει ότι τον Ταχτσή τον σκότωσε ο τελευταίος του πελάτης, όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με γυναίκα, αλλά με άντρα.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1011

© SanSimera.gr
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1011

© SanSimera.gr

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

ΜΙΤΣΙΚΟ ΑΟΓΙΑΜΑ, Η βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων







 σελ. 147 Η αξία ενός βιβλίου βρίσκεται περισσότερο στη δική σου ερμηνεία παρά στη δύναμη των λέξεών του

Πέντε άνθρωποι, με διαφορετικές ιδιότητες, ηλικίες, δουλειές, επιδιώξεις  πηγαίνουν σε μια μικρή βιβλιοθήκη στο Τόκιο.
Η χαρισματική βιβλιοθηκάριος Σαγιούρι Κοματσί,  θα προτείνει στον καθένα τους από ένα βιβλίο (ΔΥΣ) ανάλογο των προσδοκιών και των ονείρων τους, όχι όμως ΔΥΣ ανάγνωστο!

Τομόκα, 21 ετών, πωλήτρια σε πολυκατάστημα που θέλει να αποκτήσει καινούριες δεξιότητες και να τα καταφέρει στη νέα της ζωή στην πρωτεύουσα

βιβλίο-πρόταση:  Γκούρι και Γκούρα για παιδιά

Ριό, 35 ετών ,  λογιστής εταιρείας επίπλων που ονειρεύεται να ανοίξει το δικό του μαγαζί με αντίκες· 

βιβλίο-πρόταση: Γιατί το κομπόστ μου ανεβάζει θερμοκρασία; για τον κήπο

Νατσουμί, 40 ετών,  ευσυνείδητη πρώην υπεύθυνη σε περιοδικό, που έχασε τη θέση της εξαιτίας της μητρότητας και πασχίζει να συνδυάσει τις επαγγελματικές της προσδοκίες και την ανατροφή ενός παιδιού·

βιβλίο-πρόταση: Η πόρτα της Σελήνης  , αστρολογία

Χιρόγια, 30 ετών, άνεργος, με αναξιοποίητο ταλέντο στη ζωγραφική, που έχει χάσει την αυτοπεποίθησή του και νιώθει ότι είναι βάρος για την οικογένειά του· 

βιβλίο-πρόταση:  Εξέλιξη: Η θεωρία σε εικόνες , βιολογία- Δαρβίνος

Μασάο 65 ετών,  συνταξιούχος που δεν ξέρει πώς να περάσει τον άπλετο ελεύθερο χρόνο του κι αναζητά καινούρια ενδιαφέροντα.

βιβλίο-πρόταση: Αστράγαλοι και φρύνοι , ποίηση

 *Τί θα διάλεγε άραγε η Σαγιούρι Κοματσί για τον καθένα μας;

* Αλήθεια, θα προτιμούσατε να είστε βιβλιοθηκάριος ή επισκέπτης-αναγνώστης σε μια βιβλιοθήκη; 

και sos  ποια ερώτηση ή απάντηση θα υποβάλλατε; 

  α. Πόσος χώρος/χρόνος  χρειάζεται  ένα βιβλίο στη ζωή σου;

β. Τι ψάχνεις;

γ. Πού ἀνήκεις; Κατηγορία;

  δ.Τι θα θέλατε;

Δευτέρα 6 Μαΐου 2024

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ και ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΕΡ , Υπάρχουν ευωδίαι ...

 Άνθη του Kακού του Charles Pierre Baudelaire  1821-1867 το πρότυπο του "καταραμένου" ποιητή. 

Ένα βιβλίο «νοσοκομείο ανοικτό σε όλες τις διαταραχές του νου, σε όλες τις σήψεις που μπορεί να υποστεί η καρδιά», όπως το κατηγόρησε η Figaro το 1857, «που προσβάλλει τη δημόσια αιδώ», κατά το δικαστήριο που απαγόρευσε πολλά από τα ποιήματά του. Εκατό σχεδόν χρόνια χρειάστηκαν για να ακυρωθεί και τυπικά αυτή η απόφαση.Ο ίδιος ο ποιητής δηλώνει: «Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα το καθιστά ωραίο».

Μπωντλέρ  ή  Βωδελαίρος  Έζησε μια ζωή σύντομη αλλά έντονη, γεμάτη πάθη και καταχρήσεις που τον εξάντλησαν σωματικά, λάτρεψε τη Μαύρη Αφροδίτη των ποιημάτων του, την Ζαν Ντυβάλ, «ανακάλυψε» και μετέφρασε τον Πόε, και υπέστη το διωγμό και την καταδίκη για τα Άνθη του Κακού  Το 1864, έχοντας σπαταλήσει την περιουσία του,πήγε στις Βρυξέλλες, όπου έζησε δυο άθλια και στερημένα χρόνια. Το 1866 τον έφεραν στο Παρίσι με καθολική παράλυση. Εκεί πέθανε έπειτα από δεκαπέντε μήνες, τον Αύγουστο του 1867. 
Μεταξύ άλλων είπε:  α)Στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου ξέχασαν δύο δικαιώματα: της αντίρρησης και της φυγής. β)Υπάρχουν μόνο τρία πλάσματα άξια σεβασμού: ο ιερέας, ο πολεμιστής, ο ποιητής. Να γνωρίζεις, να σκοτώνεις, να δημιουργείς. γ) Αυτό που είναι ενοχλητικό με τον έρωτα είναι ότι πρόκειται για ένα έγκλημα που δεν μπορείς να το διαπράξεις χωρίς συνένοχο.
προτρέποντας :  Είναι ώρα να μεθύσετε!
Για να μην είστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του χρόνου,
μεθύστε χωρίς διακοπή.
Με κρασί, με ποίηση, με αρετή, με ό,τι θέλετε! 


Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ 1863-1933 στα Αποκηρυγμένα του (1886-1898) 
 
 «Αλληλουχία κατά τον Bωδελαίρον»       


Είναι ναός η Φύσις όπου ζωνταναί
στήλαι συγκεχυμένας λέξεις κάποτε
εκφέρουσιν. Ο άνθρωπος εκεί περνά
μέσω πυκνών δασών συμβόλων, άτινα
με βλέμματα οικεία τον παρατηρούν.


Ως παρατεταμέναι σμίγουσιν ηχοί
από μακράν εν μια ενώσει ζοφερά,
εν μια ενώσει ως το σκότος αχανεί
και ως το φως, ούτω ανταποκρίνονται
τα χρώματα, οι φθόγγοι, και τ’ αρώματα.

Υπάρχουν ευωδίαι ως το δέρμα των
παιδίων δροσεραί· γλυκείαι ως αυλοί·
πράσιναι ως λειμώνες.

Άλλαι πλούσιαι
είναι, διεφθαρμέναι, θριαμβευτικαί·
ορμάς του πνεύματος και των αισθήσεων
υμνούσαι· την διάχυσιν κατέχουσαι
πραγμάτων απεράντων — ως η άμβαρις *,
ο μόσχος, και ο στύραξ **, και το λίβανον.
[........................................................................]

* άμπαρι < άμπαρη < γαλλική ambre-gris,κηρώδης ουσία με έντονη οσμή που βρίσκεται στο έντερο ορισμένων φαλαινών φυσητήρα, ιδιαίτερα ακριβή πρώτη ύλη για τη βιομηχανία αρωμάτων

**  ο Styrax  γνωστό και ως στερατζιά, αγριοκυδωνιά στουράκι ή αστύρακας είναι ένας δενδρώδης θάμνος, με πατρίδα την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, απαντάται σε όχθες ποταμών, σε ρέματα και σε ρυάκια και κατά προτίμηση σκιερά μέρη σε υψόμετρο έως 1600 μέτρα.Το φυτό περιέχει μια ημίρρευστη, κολλώδης, εσωτερικά φαιά και εξωτερικά σκουρόχρωμη ρητινώδης ουσία, η οποία χρησιμοποιήθηκε για τελετουργικούς σκοπούς, ως θυμίαμα, από την εποχή του Μωϋσή και μέχρι τον 18 αιώνα.

CORRESPONDANCES = Αλληλογραφίες  (Baudelaire)
La Nature est un temple où de vivants piliers
Laissent parfois sortir de confuses paroles ;
L'homme y passe à travers des forêts de symboles
Qui l'observent avec des regards familiers.

Comme de longs échos qui de loin se confondent
Dans une ténébreuse et profonde unité,
Vaste comme la nuit et comme la clarté,
Les parfums, les couleurs et les sons se répondent.

Il est des parfums frais comme des chairs d'enfants,
Doux comme les hautbois, verts comme les prairies,

- Et d'autres, corrompus, riches et triomphants,
Ayant l'expansion des choses infinies,
Comme l'ambre, le musc, le benjoin et l'encens,
Qui chantent les transports de l'esprit et des sens.


Τ' αρώματα μ' εμπνέουν ως η μουσική,
ως ο ρυθμός, ως οι ωραίοι λόγοι,
και τέρπομαι οπόταν εν αρμονικοίς
στίχοις ο Βωδελαίρος ερμηνεύει
όσα απορούσα η ψυχή και ασαφώς
αισθάνετ' εν αγόνοις συγκινήσεσιν.


Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε.

Των ποιητών το βλέμμα είν' οξύτερον.

Οικείος κήπος είν' η φύσις δι' αυτούς.

Εν παραδείσω σκοτεινώ οι άνθρωποι
οι άλλοι ψηλαφώσι δρόμον χαλεπόν.
Κ' η μόνη λάμψις ήτις κάποτ' ως σπινθήρ
εφήμερος φωτίζει της πορείας των
την νύκτα, είναι σύντομός τις αίσθησις
μαγνητικής τυχαίας γειτνιάσεως -
βραχεία νοσταλγία, ρίγος μιας στιγμής,
όνειρον ώρας της ανατολής, χαρά
αναίτιός τις αιφνιδίως ρέουσα
εν τη καρδία κ' αιφνιδίως φεύγουσα.